ἐξάρχω
English (LSJ)
A begin, take the lead in, initiate, c. gen., Θέτις δ' ἐξῆρχε γόοιο Il.18.51; μολπῆς ἐξάρχοντες Od.4.19, Il.18.606; ἐξῆρχον ἀοιδῆς Μοῦσαι Hes.Sc.205; ἐξάρχετε φωνᾷ (sc. τῆς μολπῆς) Pi.N.2.25; πτολέμω Corinn.26; ἐ. πετροβολίας X.An.6.6.15; παιᾶνος Plu.Lyc.22; δόγματος Id.Galb.8, etc.:—Med., κακῆς ἐξάρχετο βουλῆς Od.12.339. 2 c. acc., βουλὰς ἐξάρχων ἀγαθάς Il.2.273; χορούς h.Hom.27.18; ἐ. παιήονα Archil.76; ᾠδάν Theoc.8.62; παιᾶνα X.Cyr.3.3.58 (so in Med., 4.1.6):—Med., ἐξάρχου κανᾶ (cf. ἐνάρχομαι) E.IA435: c. dupl. acc., εἰ δέ μ' ῷδ' ἀεὶ λόγους (v.l. λόγοις) ἐξῆρχες S.El.557; μολπὰν . . οἵαν ἐξῆρχον θεούς E.Tr.152 (lyr.). 3 teach, οἱ λόγων ἁπτόμενοι ἀσεβῶν ἄλλοις τε ἐξάρχοντες Pl.Lg.891d; ἐ. ὅρκον dictate .., E.IT743: also, = διδάσκω 111, οἱ -οντες τὸν διθύραμβον Arist.Po.1449a11. 4 hold office, Polem.Cyn.18; rule, c. gen., Eustr in EN2.32. 5 c. part., ἐξάρχεσθαι ἀεθλεύων A.R.1.362.