ἐξάρχω

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρχω Medium diacritics: ἐξάρχω Low diacritics: εξάρχω Capitals: ΕΞΑΡΧΩ
Transliteration A: exárchō Transliteration B: exarchō Transliteration C: eksarcho Beta Code: e)ca/rxw

English (LSJ)

A begin, take the lead in, initiate, c. gen., Θέτις δ' ἐξῆρχε γόοιο Il.18.51; μολπῆς ἐξάρχοντες Od.4.19, Il.18.606; ἐξῆρχον ἀοιδῆς Μοῦσαι Hes.Sc.205; ἐξάρχετε φωνᾷ (sc. τῆς μολπῆς) Pi.N.2.25; πτολέμω Corinn.26; ἐ. πετροβολίας X.An.6.6.15; παιᾶνος Plu.Lyc.22; δόγματος Id.Galb.8, etc.:—Med., κακῆς ἐξάρχετο βουλῆς Od.12.339.
2 c. acc., βουλὰς ἐξάρχων ἀγαθάς Il.2.273; χορούς h.Hom.27.18; ἐ. παιήονα Archil.76; ᾠδάν Theoc.8.62; παιᾶνα X.Cyr.3.3.58 (so in Med., 4.1.6):—Med., ἐξάρχου κανᾶ (cf. ἐνάρχομαι) E.IA435: c. dupl. acc., εἰ δέ μ' ῷδ' ἀεὶ λόγους (v.l. λόγοις) ἐξῆρχες S.El.557; μολπὰν.. οἵαν ἐξῆρχον θεούς E.Tr.152 (lyr.).
3 teach, οἱ λόγων ἁπτόμενοι ἀσεβῶν ἄλλοις τε ἐξάρχοντες Pl.Lg.891d; ἐ. ὅρκον dictate.., E.IT743: also, = διδάσκω III, οἱ ἐξάρχοντες τὸν διθύραμβον Arist.Po.1449a11.
4 hold office, Polem.Cyn.18; rule, c. gen., Eustr in EN2.32.
5 c. part., ἐξάρχεσθαι ἀεθλεύων A.R.1.362.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): beoc. ἐσσάρχω Corinn.23b
• Morfología: [dór. impf. 3a sg. ἐξᾶρχε Theoc.8.62]
I 1dar comienzo a, iniciar el canto, entonar como solista, c. gen. del tipo de canto: treno Θέτις δ' ἐξῆρχε γόοιο Tetis entonaba el lamento, Il.18.51, cf. Luc.DMort.20.12, festivo μολπῆς ἐξάρχοντες Il.18.606, Od.4.19, ἐξῆρχον ἀοιδῆς Μοῦσαι Πιερίδες Hes.Sc.205, guerrero ἐμβατηρίου παιᾶνος Plu.Lyc.22
c. ac. πρὸς αὐλὸν Λέσβιον παιήονα Archil.218, cf. X.Cyr.3.3.58, Διωνύσοι' ... καλὸν ἐξάρξαι μέλος Archil.219, ᾠδάν Theoc.8.62, unido a la danza ἔξαρχε δὴ προθύμως διπλῆν comienza con todo el ánimo el doble paso Ar.Th.981, ἡ μὲν ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον, ἡ δὲ ἀπὸ τῶν τὰ φαλλικά la primera de los solistas del ditirambo, la segunda de los de los himnos fálicos ref. al origen de la tragedia y la comedia, Arist.Po.1449a11, τὸν ἐπινίκιον ὕμνον Ph.1.374, fig. ὀρχηστὴς Ἄρης στρόμβῳ τὸν αἱματηρὸν ἐξάρχων νόμον Lyc.250
c. doble ac. entonar en honor de μολπὰν ... οἵαν ἐξῆρχον ... θεούς E.Tr.152
abs. entonar un canto ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ entonad con voz muy melodiosa Pi.N.2.25, ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ἐξάρχῃ en la manera que aquel entone Luc.Luct.20, cf. Ath.180d, Gr.Naz.M.35.541C, c. dat. de pers. o la divinidad ἐξάρχετε τῷ θεῷ μου ἐν τυμπάνοις LXX Iu.16.1, αὐτῷ LXX Nu.21.17, cf. Ps.146.7.
2 dar comienzo, iniciar c. gen. de otras acciones πτολέμω Corinn.l.c., D.C.41.47.2, πετροβολίας ἢ ἄλλου βιαίου X.An.6.6.15, fig. ἡ ἐξάρχουσα αἰτία ... τῆς ἐν τῷ κόσμῳ διάταξεως la causa primera de la ordenación del cosmos Iambl.Myst.3.25, c. ac. ὅρκον E.IT 743, c. doble ac. εἰ δέ μ' ὧδ' ἀεὶ λόγους ἐξῆρχες si siempre comenzaras a hablarme así S.El.557, en v. med. mismo sent., c. ac. ἀλλ' εἷα τἀπὶ τοισίδ' ἐξάρχου κανᾶ pero, ea, prepara los cestillos para esta ceremonia, e.e., inicia el ritual E.IA 435, c. part. pred. c. el suj. εἴ κε ... ἐξάρχωμαι ἀεθλεύων βασιλῇ A.R.1.362, c. inf. ἐξήρξατο τύπτειν LXX 1Ma.9.66 (var.).
3 proponer c. ac. o gen. βουλάς τ' ἐξάρχων ἀγαθάς Il.2.273, δόγματος Plu.Galb.8, en v. med. mismo sent. Εὐρύλοχος δ' ἑτάροισι κακῆς ἐξάρχετο βουλῆς Od.12.339.
4 iniciar, enseñar c. dat. de pers. οἱ λόγων ἁπτόμενοι ἀσεβῶν, ἄλλοις τε ἐξάρχοντες los que se dedican a argumentos impíos e inician a otros Pl.Lg.891d.
II 1estar a la cabeza, estar al mando de, presidir c. ac. χορούς de Ártemis h.Hom.27.18, c. gen. στάσεως I.BI 2.11, οἰκίας Eustr.in EN 2.32, fig. βασιλεία ... ἡ δὲ τῶν ἀνθρωπίνων ἐξάρχουσα Iust.Nou.6 proem.
2 abs. desempeñar un cargo Polem.Cyn.18.

German (Pape)

[Seite 873] anfangen, beginnen; μολπῆς Od. 4, 19; γόοιο Il. 18, 51;ἀοιδῆς Hes. Sc. 203; mit dem acc., βουλάς τ' ἐξάρχων ἀγαθάς, heilsamen Rat zuerst geben, ll. 2, 273; χορούς H. h. Dian. 18; πρὸς αὐλὸν παιήονα Archil. bei Ath. V, 180 d, διθύραμβον frg. 38; ἐξάρχετε φωνῇ Pind. N. 2, 25; εἰ δέ μ' ὧδ' ἀεὶ λόγοις ἐξῆρχες Soph. El. 547, wenn du mich zuerst anredetest; ὄρκον Eur. I. T. 743 u. öfter; in Prosa, τινί, Jemandem vorangehen womit, Plat. Legg. X, 891 d; πετροβολίας, mit Steinwerfen anfangen, Xen. An. 6, 6, 15; παιᾶνα Hell. 2, 4, 17 u. öfter; aber παιᾶνος Plut. Rom. 26 Lyc. 22; δόγματος, angeben, Galb. 8. – Med., den Anfang machen, κακῆς ἐξήρχετο βουλῆς Od. 12, 339; δεθλεύων Ap. Rh. 1, 365; κανᾶ, die Körbe zum Beginn des Opfers weihen, Eur. I. A. 435. – Bei Sp. = ἄρχω, Anführer sein, τινός, Ios. u. A.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξῆρχον, f. ἐξάρξω;
1 mettre en train, donner le signal : γόοιο IL des gémissements ; μολπῆς OD entonner un chant ; παιᾶνος PLUT, παιᾶνα XÉN entonner le péan ; ὅρκον EUR dicter un serment;
2 prendre l'initiative de : βουλάς IL de résolutions ; τινα λόγοις ἐξάρχειν SOPH adresser le premier la parole à qqn;
Moy. ἐξάρχομαι mettre en train : κακῆς βουλῆς τινι OD donner un mauvais conseil à qqn ; ἐξάρχειν κανᾶ EUR préparer les corbeilles pour commencer le sacrifice.
Étymologie: ἐξ, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάρχω: редко med.
1 класть начало, начинать (γόοιο Hom.; πάσης κινήσεως Plut.): ἐ. λόγους (v.l. λόγοις) τινά Soph. заговаривать с кем-л., обращаться к кому-л.; ἐ. ὅρκον Eur. первым произносить клятву; ἐ. βιαίου τινός Xen. быть зачинщиком какого-л. насилия; ἄλλοις ἐξάρχοντες Plut. задающие тон другим, т. е. заправилы; παντὸς ἐ. δόγματος Plut. быть инициатором всех (сенатских) постановлений; ἐξάρχεσθαι κανᾶ Eur. начинать с освящения корзин с ячменем, т. е. приступать к жертвоприношению;
2 (тж. ἐ. φωνᾷ Pind.) запевать (μολπῆς Hom.; ἀοιδῆς Hes.; παιᾶνα Xen. и παιᾶνος Plut.);
3 быть во главе, вести (χορούς HH; τὸν διθύραμβον Arst.);
4 внушать, подавать (βουλὰς ἀγαθάς, med. κακῆς βουλῆς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρχω: μέλλ. -ξω, ἀρχίζω τι, κάμνω ἔναρξίν τινος, Λατ. auclor esse, μετὰ γεν., Θέτις δ’ ἐξῆρχε γόοιο Ἰλ. Σ. 51· μολπῆς ἐξάρχοντος (ἐνν. τοῦ ἀοιδοῦ) Ὀδ. Δ. 19· ἐξῆρχον ἀοιδῆς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 205· ἐξάρχετε φωνῇ (ἐνν. τῆς μολπῆς) Πινδ. Ν. 2, ἐν τέλει· ἐξ. πετροβολίας Ξεν. Ἀν. 6. 6, 15· παιᾶνος Πλουτ. Λυκ. 22· δόγματος Πλουτ. Γάλβ. 8, κτλ.: - οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, κακῶς ἐξήρχετο βουλῆς Ὀδ. Μ. 339. 2) μετ’ αἰτ., βουλὰς ἐξάρχων ἀγαθὰς Ἰλ. Β. 273· ἐξ. παιήονα Ἀρχίλ. 71· ᾠδὰν Θεόκρ. 8. 62· τὸν διθύραμβον Ἀριστ. Ποιητ. 4, 14· ἐξ. ὅρκον ὑπαγορεύειν... Εὐρ. Ι. Τ. 743· καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ ἐξάρχου κανᾶ ὁ αὐτ. Ι. Α. 435· ἐξῆρχεν αὖ ὁ Κῦρος παιᾶνα τὸν νομιζόμενον Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58· ἀποτείνω, σπονδὰς τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι καὶ παιᾶνα ἐξάρχεσθαι, αὐτόθι 4. 1, 6· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ διπλ. αἰτιατ., εἰ δέ μ’ ὧδ’ ἀεὶ λόγους (διάφ. γραφ. λόγοις) ἐξῆρχες, οὐκ ἂν ἦσθα λυπηρὰ κλύειν Σοφ. Ἠλ. 557· μολπάν... ἐξῆρχον θεοὺς Εὐρ. Τρῳ. 152. 3) εἰσηγοῦμαι, οἱ λόγων ἁπτόμενοι ἀσεβῶν ἄλλοις τε ἐξάρχοντες Πλάτ. Νόμοι 891D. 4) μετὰ μετοχ., ἐξάρχεσθαι ἀεθλεύων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 362.

English (Autenrieth)

ipf. ἐξῆρχε, mid. -ήρχετο: begin, lead off; μολπῆς, γόοιο, Il. 18.606, 316; w. acc., βουλάς, ‘be the first to propose,’ ‘author of,’ Il. 2.273; mid., Od. 12.339 (see ἄρχω).

English (Slater)

ἐξάρχω begin (a song) ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ (N. 2.25)

Greek Monolingual

(AM ἐξάρχω άρχω
κάνω αρχή, αρχίζω κάτιΘέτις δ' έξήρχε γόοιο», Ομ. Ιλ.)
μσν.
(η μτχ. εν. ως ουσ.) ὁ ἐξάρχων
1. αρχηγός, επικεφαλής, ηγεμόνας
2. τελετάρχης
αρχ.
1. αποτείνω, απευθύνω («εἰ δὲ μ' ὧδ' ἀεὶ λόγους ἐξῆρχες», Σοφ.)
2. απαγγέλλω, εκφωνώ («σὺ δ' ἔξαρχ' ὅρκον ὅστις εὐσεβής», Ευρ.)
3. τραγουδώ, άδω στη σκηνή
4. διδάσκω
5. κυβερνώ, διοικώ.

Greek Monotonic

ἐξάρχω: μέλ. -ξω,
1. αρχίζω με, κάνω έναρξη, Λατ. auctor esse, με γεν., ἐξῆρχε γόοιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., ἐξήρχετο βουλῆς, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ., βουλὰς ἐξάρχων, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης ἐξάρχειν ή ἐξάρχεσθαι παιᾶνά τινι, ξεκινώ, απευθύνω ύμνο σε κάποιον, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξω
1. to begin with, make a beginning of, Lat. auctor esse, c. gen., ἐξῆρχε γόοιο Il., etc.:—so in Mid., ἐξήρχετο βουλῆς Od.
2. c. acc., βουλὰς ἐξάρχων Il.;—also ἐξάρχειν or ἐξάρχεσθαι παιᾶνά τινι to begin a hymn to one, address it to him, Xen.

Translations

teach

Abkhaz: арҵара; Afrikaans: leer, onderrig; Alabama: aabachi; Albanian: mësoj; Arabic: عَلَّمَ‎; Egyptian Arabic: درس‎; Moroccan Arabic: قرا‎, علم‎; Armenian: սովորեցնել, ուսուցանել, դաս տալ, վարժեցնել; Aromanian: nvetsu, anvetsu; Assamese: শিকোৱা, পঢ়োৱা; Asturian: enseñar; Avar: малъизе; Azerbaijani: öyrətmək; Basque: irakatsi; Belarusian: вучыць, выкладаць; Bengali: শেখান; Bikol Central: tukdo; Bulgarian: уча, уча, обучавам; Burmese: သင်, ပညာပေး; Buryat: һургаха; Catalan: ensenyar; Chechen: хьеха; Cherokee: ᏕᎨᏲᎲᏍᎦ; Chichewa: -phunzitsa; Chinese Cantonese: 教; Dungan: җё; Mandarin: 教, 教授; Min Dong: 教; Min Nan: 教; Wu: 教; Cornish: dyski, deski; Czech: učit; Danish: undervise, lære; Dutch: aanleren, leren, onderwijzen, lesgeven; Elfdalian: lära; Esperanto: instrui, lernigi; Estonian: õpetama; Evenki: алагу-; Faroese: læra, undirvísa; Finnish: opettaa; French: apprendre, enseigner; Friulian: insegnâ; Galician: ensinar, aprender, deprender; Georgian: სწავლა, სწავლება; German: lehren, beibringen; Gothic: 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽, 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: διδάσκω; Ancient Greek: ἀναγεννάω, ἀναδιδάσκω, ἀναπηγάζω, ἀναστέλλω, ἀποπαιδαγωγέω, δαῆναι, δαίσκω, δάσκω, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, διαδιδάσκω, διαπαιδαγωγέω, διδασκαλεῖν, διδασκαλεύω, διδασκαλέω, διδασκαλῶ, διδάσκω, δίδωμι, εἰσάγω, ἐκδείκνυμι, ἐκδιδάσκω, ἐκμελετάω, ἐκμουσόω, ἐκπαιδαγωγέω, ἐκπαιδεύω, ἐκφέρω, ἐνδιδάσκω, ἐξάρχω, ἐσσάρχω, καθηγέομαι, καθηγοῦμαι, μαθητεύω, μυέω, παιδεύω, παραδίδωμι, προβιβάζω, σπουδάζω, ὑποδείκνυμι, φρενόω, φρενῶ; Greenlandic: ilinniartitsivoq; Guaraní: mbo'e; Hawaiian: aʻo; Hebrew: לימד \ לִמֵּד‎; Hindi: सिखाना, शिक्षा देना, पढ़ाना; Hinukh: молъа; Hittite: 𒀭𒈾𒉡𒍣; Hungarian: tanít, megtanít, oktat; Icelandic: kenna; Ido: instruktar; Indonesian: ajar, mengajar, mengajari; Interlingua: inseniar; Irish: múin, teagasc; Old Irish: for·cain, do·inchoisc; Istriot: insignà; Italian: insegnare; Japanese: 教える; Javanese: mulang muruk; Kabuverdianu: iduka; Kannada: ಕಲಿಸು; Kazakh: оқыту, сабақ беру; Khmer: បង្រៀន; Korean: 가르치다; Kurdish Central Kurdish: وتنەوە‎; Northern Kurdish: fêr kirin; Kyrgyz: окут-, үйрөтүү, сабак берүү; Lao: ສອນ; Latin: doceo, instruo, addoceo; Latvian: mācīt; Lithuanian: mokyti; Lü: ᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷus, ʔugʷusəd, ʔugʷucid; Luxembourgish: léieren; Macedonian: учи; Malay: mengajar; Malayalam: പഠിപ്പിക്കുക, അഭ്യസിപ്പിക്കുക, ശിക്ഷണം നൽകുക; Maltese: għallem; Manx: ynsee; Mongolian Cyrillic: заах, сургах; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠬᠤ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠬᠤ; Nanai: алоси-; Neapolitan: 'mparà; Nepali: सिकाउनु; Norman: apprendre, ensîngni; Northern Sami: oahpahit; Norwegian: undervise, lære; Occitan: ensenhar; Odia: ଶିକ୍ଷା ଦେବା; Old Church Slavonic Cyrillic: оучити; Old East Slavic: учити, ꙋчити; Old English: lǣran, tǣċan; Old Norse: kenna; Oromo: barsiisuu; Ossetian: ахуыр кӕнын, амонын; Persian: یاد دادن‎ درس دادن‎, آموزاندن‎; Polish: uczyć, nauczyć; Portuguese: ensinar; Quechua: yachachiy; Rapa Nui: haka'ite; Romanian: învăța; Romansch: instruir, docir, mussar; Russian: преподавать, учить, научить, обучать, обучить; Sanskrit: उपदिशति, शास्ति; Scottish Gaelic: teagaisg, foghlaim; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀чити; Roman: ùčiti; Sicilian: nzignari, nsignari; Slovak: učiť; Slovene: učiti; Sorbian Lower Sorbian: wucyś; Upper Sorbian: wučić; Spanish: enseñar; Swahili: kufundisha; Swedish: lära, lära ut; Sylheti: ꠢꠤꠇꠣꠘꠤ, ꠙꠠꠣꠘꠤ; Tajik: ёд додан, омӯзонидан, омӯхтан, таълим додан; Tamil: கற்பி; Telugu: బోధించు, నేర్పు; Thai: สอน; Tibetan: སློབ་པ, སློབ་ཁྲིད་བྱེད་པ; Tocharian B: ākl-; Turkish: öğretmek, ders vermek; Turkmen: okatmak, öwretmek; Tuvan: өөредир, өөредип каар; Ugaritic: 𐎍𐎎𐎄; Ukrainian: вчити, навчити, викладати; Urdu: سکھانا‎, پڑھانا‎; Uyghur: ئوقۇتماق‎; Uzbek: oʻrgatmoq, oʻqitmoq, saboq bermoq, dars bermoq; Venetian: insegnar; Vietnamese: dạy, dạy học, dạy bảo, dạy dỗ; Volapük: tidön; Walloon: acsegnî, scoler; Welsh: athrawiaethu; White Yakut: үөрэт; Yiddish: לערנען‎; Yucatec Maya: kaʼans; Zazaki: cı musnaene, musnayen, mısnayen; Zhuang: son