ἀτενίζω
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
A look intently, gaze earnestly, τοῖς ὄμμασιν stare, Hp.Epid.7.10; εἴς τι Arist.Mete.343b12; πρός τι Id.Pr.959a24; of the eyes, ἀτενίζοντες αὐτῷ Ev.Luc.4.20, cf. Act.Ap.23.1, Placit.1.7; εἴς τι Plb.6.11.12, J. BJ5.12.3, S.E.P.1.75, etc.; εἴς τινα Act.Ap.6.15; εἰς τὸν θεόν Them. Or.4.51b; πρὸς τὸ ἐκείνου πρόσωπον Luc.Merc.Cond.11: abs., also of the eyes, Arist.Pr.957b18:—Pass., to be gazed upon, APl.4.204 (Praxit.). II metaph. of the mind, ἀ. τὴν διάνοιαν πρός τι Arist. Ph.192a15; εἰς τὴν προαίρεσιν ἀτενίζοντα πράττειν Phld.Ir.p.96 W.; to be obstinate, Lync. ap. Ath.7.313f.