ὁμόψηφος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A voting with, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε And.2.28 ; ὁ. κατά τινων τοῖς τριάκοντα Lys.13.94. II having an equal right to vote with, τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.109 ; μετὰ τῶν σφετέρων Id.7.149.
Full diacritics: ὁμόψηφος | Medium diacritics: ὁμόψηφος | Low diacritics: ομόψηφος | Capitals: ΟΜΟΨΗΦΟΣ |
Transliteration A: homópsēphos | Transliteration B: homopsēphos | Transliteration C: omopsifos | Beta Code: o(mo/yhfos |
ον,
A voting with, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε And.2.28 ; ὁ. κατά τινων τοῖς τριάκοντα Lys.13.94. II having an equal right to vote with, τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.109 ; μετὰ τῶν σφετέρων Id.7.149.