πέτρος
English (LSJ)
ὁ (in later Poets ἡ, AP7.274 (Honest.), 479 (Theodorid.)),
A stone (distd. from πέτρα, q. v.); in Hom., used by warriors, λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα Il.16.734 ; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ 7.270, cf. 20.288, E.Andr.1128 (never in Od.); ἔδικε πέτρῳ Pi.O.10(11).72; ἄγαλμ' Ἀΐδα ξεστὸν π. ἔμβαλον στέρνῳ Id.N.10.67; νιφάδι γογγύλων πέτρων A.Fr.199.7; ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο Id.Pers.460; λευσθῆναι πέτροις S.OC435; πέτρους ἐπεκυλίνδουν X.HG3.5.20, etc.; ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων, to produce fire, S.Ph.296; of a boulder forming a landmark, Id.OC1595; τόνδ' ἀνέθηκα π. ἀειράμενος IG42(1).125 (Epid., iii B. C.). 2 prov., πάντα κινῆσαι πέτρον 'leave no stone unturned', E.Heracl.1002, cf. Pl.Lg.843a; of imperturbability, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας S.OT334, cf. E.Med.28. II a kind of reed, Peripl.M.Rubr.65.—The usual Prose word is λίθος.