στεφανηφορία
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
English (LSJ)
Dor. στεφανᾱφ-, ἡ,
A wearing of a wreath, esp. of victory, Pi.O.8.10; νίκας σ. E.El.862 (lyr.); πανήγυριν . . συντελεῖν μετὰ -ίας καὶ θυσιῶν OGI 56.40 (Canopus, iii B.C.), cf. 6.23 (Scepsis, iv B.C.); -ίαν ἄγειν PGiss. 27.8 (ii A.D.). II the right of wearing a crown, which belonged to certain magistrates (v. στεφανηφόρος 11), D.21.33; ταῖς κοιναῖς σ. Lex ap.Aeschin.1.21; πολλὰς . . σ. πεποιηκώς CIG2771 i 4 (Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), al.