ἐσθλός
English (LSJ)
ή, όν, Aeol. ἔσλος Sapph.28, Alc.96 : Dor. ἐσλός, ά, όν, Pi.P.8.73, etc. (never in B.); Arc. ἑσλός Inscr.Olymp.266 (v B. C.) : Comp. and Sup. -ότερος, -ότατος, AP9.156 (Antiphil.), 6.240 (Phil.) : —poet. Adj.,
A = ἀγαθός, good of his kind, ἐ. ἐν σταδίῃ Il.15.283 : later c. inf., A.R.1.106, etc. : hence I of persons, brave, stout, ἐσθλὸν ἐνὶ προμάχοισι Il.4.458, etc. ; opp. δειλός, Hes.Op.214 ; noble, opp. κακός, οὔ τινα γὰρ τίεσκον..οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐ. Od.22.415 ; πένιχρος οὐδεὶς πέλετ' ἔσλος οὐδὲ τίμιος Alc.49 ; τόκηες Id.Supp.25.12 ; εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή S.Ant.38 ; ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς Id.Ph.96 ; ἀπ' ἐσθλῶν δωμάτων E.Andr.772 (lyr.), etc. ; of horses, wellbred, Il.23.348. 2 morally good, faithful, φίλος S.OT611 ; εἰς ἡμᾶς γεγώς Id.El.24 ; τινι Naumach. ap. Stob.4.23.7 ; κύνα ἐσθλὴν ἐκείνῳ, πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν A.Ag.608. 3 like ἐΰς and φίλος, weakened almost to a possess. pron., ἐσθλὸν ἀνεψιὸν ἐξεναρίξας Il.16. 573, cf. 5.469, Od.3.379. II of things, good of their kind, φάρμακα, κτήματα, κειμήλια, Il.11.831, Od.2.312, Il.9.330, etc. 2 of mind, qualities, etc., νόος Od.7.73 ; βουλή Il.9.76 ; ἔπος 1.108 ; κλέος 5.3, Pi.P.4.175 : freq. in neut. pl., μυρί'..ἐσθλὰ ἔοργε Il.2.272 ; ἔσθλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Od.17.66 ; ἔσλων ἢ κάλων Sapph.28, cf. Supp.2.4. 3 fortunate, lucky, ὄρνιθες Od. 24.311 ; ὕπαρ 19.547 ; χάρματα Pi.O.2.19 ; γάμοι E.IA609 ; τύχη S.OC1506 ; ἀράσαντο πάμπαν ἔσλα τῷ γάμβρῳ Sapph.51.4 ; ἐσθλόν, τό, good luck, prosperity, opp. κακόν, Il.24.530 ; παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκεν Od.15.488 ; ἐσλὸν βαθύ Pi.O.12.12. 4 Subst. ἐσθλά, τά, goods, πυρὴν ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν Od.10.523 ; εἴ τις ἐσλὰ πέπαται Pi. P.8.73. 5 ἐσθλόν [ἐστι] c. inf., it is good, expedient to.., Il.24.301 : also pl., οὐ γὰρ ἐσθλὰ..κερτομέειν Archil.64.—Poet. word, used by X.Cyr.1.5.9, Chrysipp.Stoic.3.60, Luc.Syr.D.19 (Ion.), etc.