ἐπιστρωφάω
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
Frequentat. of ἐπιστρέφω, only intr., c. acc.,
A visit or frequent a place, θεοὶ..ἐπιστρωφῶσι πόληας Od.17.486 ; ἀνέρος, ὅν τε θαμιναὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι haunt him, h.Merc.44 ; γαῖαν Orph.A. 830 ; εἰς γῆν Phryn.Trag.5:—Med., go in and out of, frequent, haunt, δῶμ' ἐπιστρωφωμένου A.Ag.972 ; also, come to, πόθεν γῆς τῆσδ' ἐ. πέδον; E.Med.666.