κερδαίνω
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
fut. -
A ᾰνῶ A.Pr.876, Lys.8.20, etc.; Ion. -ανέω Hdt.1.35, 8.60.γ; κερδήσω AP9.390 (Menecr.), Ep.Jac.4.13, κερδήσομαι Hdt.3.72: aor. 1 ἐκέρδᾱνα Pi.I.5(4).27, And.1.134 codd., etc.; Ion. -ηνα Hom.Epigr.14.6, Hdt.8.5, also ἐκέρδησα Id.4.152, Hld.4.13, etc.: pf. κεκέρδαγκα D.C.53.5, κεκέρδᾰκα Aristid.1.366 J., Ach.Tat.5.25, Phalar.Ep.81.2, etc., κεκέρδηκα D.56.30 (προς-), J.BJ1.20.2:— Pass., aor. part. κερδανθείς Phld.Oec.p.67 J.: pf. κεκερδημένος J.AJ 18.6.5: (κέρδος):—gain, derive profit or advantage, κακὰ κ. make unfair gains, Hes.Op.352; μέγιστα ἐκ φορτίων Hdt.4.152; τί κερδανῶ; what shall I gain? Ar.Nu.259; κ. τινί gain by a thing, E.HF604; σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ A.Ag.1301; κέρδος κ. S.OT889 (lyr.); κ. ἓξ τάλαντα And. l. c.; τὸν χρόνον κερδαίνει ὃν ἔζη οὐ προσῆκον αὐτῷ Lys.13.84; κ. λόγον win fame, Pi.I.5(4).27; χρηστὰ κ. ἔπη receive fair words, S.Tr.231: c. part., gain by doing... εἰ δὲ κερδανῶ λέγων E.Hel.1051 (prob.); πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ar.Av.1591, cf. Th.5.93; οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς A.Pr.876; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι we shall gain by Megara's preservation, Hdt.8.60.γ; also κ. ὅτι . . Hp. Art.46:—Pass., τὰ κερδανθέντα Phld.l.c. 2 abs., make profit, gain advantage, Hdt.8.5, Ar.Pl.520; τοῦ κ. ἔχου S.Fr.28, cf. 354; ἐξ ἅπαντος, ἀπὸ παντός, Id.Ant.312, X.Mem.2.9.4; παρά τινων Lys.20.7; πρὸς σοῦ S.Tr.191; opp. τὸ τιμᾶσθαι, Th.2.44; traffic, make merchandise, S.Ant.1037. II in bad sense, reap disadvantage from a thing, διπλᾶ δάκρυα κ. E.Hec.518; κερδᾶναι τὸν πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου X.Ap.9. III save or spare oneself, avoid, μεγάλα κακά Philem. 92.10; ὕβριν Act.Ap.27.21; τὸ μὴ μιανθῆναι τὰς χεῖρας J.AJ2.3.2; ἐνόχλησιν D.L.7.14, cf. Him.Or.2.26, AP10.59 (Pall.).