πάρειμι
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
(εἰμί
A sum), inf. -εῖναι, Ep. 3pl. παρέᾱσι Il.5.192, Od.13.247 ; Ion. subj. παρέω Hdt.4.98; Ep. inf. παρέμμεναι Od.4.640, part. παρεών Il.24.475 : Ep. impf. παρέην Od.3.267 (tm.); 2sg. παρῆας v.l. in Od.4.497 (Sch., Lex.Mess.) ; 3pl. πάρεσαν Il. 11.75; Att. impf. παρῆ A.Ch.523; in later Greek παρήμην Luc.VH2.25 : Ep. fut. παρέσσομαι Od. 13.393 :—to be by or present, ὑμεῖς θεαί ἐστε πάρεστέ τε ἴστε τε πάντα Il. 2.485, etc. : in tmesi, πὰρ δ' ἄρ' ἔην καὶ ἀοιδός Od. 3.267 ; πάρα used for πάρεστι and πάρεισι, Il. 20.98, 23.479, etc. : freq. in part., ποίπνυον παρεόντε 24.475 ; σημάντορος οὐ π. 15.325, etc. ; ἀπεόντα νόῳ παρεόντα Parm. 2.1, cf. Heraclit. 34. 2 to be by or near one, c. dat., Od.5.105; μήλοισι 4.640; π. τινὶ παροινοῦντι Antipho 4.1.7 ; π. παρά τινι S.Ph. 1056; π. τινί to be his guest, Ar.Av.131. 3 to be present in or at, μάχῃ Od.4.497 ; ἐν δαίτῃσι Il.10.217 ; δόμοις π. E.Hipp.805 ; τοῖς πράγμασιν D.1.2, etc.; ἐν λόγῳ Ar.Ach.513 ; ἐν ταῖς συνουσίαις Pl.Prt.335b ; ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι D.24.159. 4 to be present so as to help, stand by, τινι Il.18.472, Od.13.393, A.Pers.235 ; πλησίον παρῆσθα κινδύνων ἐμοί E.Or.1159, etc.; esp. of one accused, οἱ νῦν παρόντες αὐτῷ καὶ συνδικοῦντες D.34.12, cf. 24.159 : Medic., of nurses, assistants, etc., Hp.Aph.1.1, Herod. Med. ap. Orib. 10.37.11. 5 παρεῖναι εἰς . . to have arrived at, ἐς κοῖτον Hdt.1.9; ἐς τὸν Ἰσθμὸν π. τινί Id.8.60. γ ; ἐς τὴν Λακεδαίμονα Th.6.88 ; εἰς τὴν ἐξέτασιν X.An.7.1.11 ; Ὀλυμπίαζε Th.3.8 : c. acc. loci, πάρεισι . . Αἰτναῖον πάγον E. Cyc.95, cf. 106, Ba.5 ; π. τινὶ ἐπὶ δεῖπνον Hdt. 1.118, cf. Ar.Av. 131 ; π. ἐπὶ τὸ στράτευμα X.An.7.1.35 ; π. πρὸς τὴν κρίσιν ib. 6.6.26 ; πρός τινα Id.Cyr.2.4.21 ; also π. ἐνταυθοῖ Pl.Ap.33d ; v. πάρειμι (εἶμι) IV. 2. 6 π. ἐκ . . to have come from... ἐκ ταύτης [τῆς πόλιος] π. ἐς τὴν Ἀσίην Hdt.6.24; τοὐκ θεοῦ παρόν S. OC1540; Φίλιππος ἐκ Θρᾴκης π. Aeschin.2.101; Θείβαθεν αὐληταὶ πάρα Ar.Ach. 862. II of things, to be by, i.e. ready or at hand, τά τε δμώεσσι πάρεστι Od.14.80, etc.; πάρα ἔργα βόεσσιν Hes. Op.454; οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες Od.4.559 ; εἴ μοι δύναμίς γε παρείη if power were at my command, 2.62 ; ὅση δύναμίς γε πάρεστι 23.128 ; ὅ τι πάρεστι Men. 62; τὰ παρεόντα what is ready, χαριζομένη παρεόντων Od.1.140; ἡ τοῦ πλέονος ἐπιθυμίη τὸ παρεὸν ἀπόλλυσι Democr.224, cf. 191; ἐκ τῶν παρεουσέων αὐγέων the best light available, Hp.Off.3; ἐκ τῶν παρεόντων τὸ εὔπορον εὑρίσκειν Id.Art.78; εἰ τὰ δεσμὰ μὴ παρείη ibid.; of feelings, conditions, etc., φόβος βαρβάροις παρῆν A.Pers.391 ; θαῦμα παρῆν S.Ant.254 ; ἐν τοῖς τότε παρεοῦσι . . κακοῖσι Hdt.8.20, cf. A.Pr.26; ὡς παρεσομένου σφι πολέμου Hdt.8.20 : in Philos., of qualities or predicates, παρείη γ' ἂν αὐταῖς (sc. θριξίν) λευκότης Pl.Ly.217d, cf. Plot. 5.6.4; of Time, ὁ παρὼν νῦν χρόνος S.El. 1293, cf. Aeschin.1.93, Arist.Po. 1457a18; ἡ νῦν π. ἡμέρα Pl.Lg.683c; ἡ ἱερὰ συμβουλὴ π. X.An.5.6.4; τὰ παρόντα (Ion. παρεόντα) the present state of affairs, Hdt.1.113, etc.; τὰ π. πρήγματα Id.6.100; opp. τὰ γεγονότα, τὰ μέλλοντα, Pl.Tht. 186b : sg., τὸ παρόν (Ion. παρεόν) , πρὸς τὸ π. βουλεύειν, τὸ π. θεραπεύειν, Hdt.1.20, S.Ph.149 (lyr.); πρὸς παρεόν Emp.106 : Adverbial phrases, τὸ παρόν just now, τὸ π. εἴπομεν Pl.Lg.693b; τὰ παρόντα S.El.215 (lyr.) : in Prose, ἐκ τῶν π. according to present circumstances, Th.5.40, etc.; ἐν τῷ π., opp. τὸ ἔπειτα, ib.63, etc.; ἐν τῷ νῦν π. καὶ ἐν τῷ ἔπειτα Pl.Phd.67c; ἐν τῷ τότε π. Th.1.95; πρὸς τὸ παρόν Isoc. 15.94; ὡς πρὸς τὸ π. S.E.P.1.201; πρὸς τὸ π. αὐτίκα Th.3.40; πρὸς τὴν π. ὄψιν Id.2.88; ἐπὶ τοῦ π. for the present, IG9(2).517.6 (Epist. Philipp.), Epict.Ench. 2.2; ἐς and πρὸς τὰ π., Arr.An.1.13.5, 5.22.5. III impers., πάρεστί μοι it depends on me, is in my power to do, c. inf., τοιαῦθ' ἑλέσθαι σοι πάρεστιν ἐξ ἐμοῦ A.Eu.867, cf. S.Ph. 364, etc. : also impf. παρῆν Hdt.8.20, 9.70 : without dat., παρῆν . . κλύειν A.Pers.401; πάρεστι χαίρειν Ar.Pl.638; ὁρᾶν πάρεστιν Democr.164, cf. And.2.2, etc. 2 part. παρόν, Ion. παρεόν, it being possible or easy, since it is allowed, παρεὸν αὐτῷ βασιλέα γενέσθαι Hdt. 1.129, cf. 6.72, S.Ph.1098 (lyr.), Fr.564.3, Th.4.19. IV. part. masc. παρών is freq. in Trag., at the end of a verse, to give vividness, ἄνδρ' ἐνουθέτει παρών to his face, S.Aj.1156; τοὺς θανόντας οὐκ ἐᾶς θάπτειν π. you come here and forbid... ib.1131, cf. 338, El.300, Tr. 422; dub. in Com., Ar.Fr.657.
πάρειμι (εἶμι
A ibo), inf. -ιέναι (Dor. -ίμεν Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene)), used as fut. of παρέρχομαι, also in pres. sense, παρῄειν being used as impf. :—pass by, pass, παριών Od.4.527, 17.233; οἰκτίρας . . παρίτω IG12.976 ; παρήϊε Hdt.4.79; οἱ ἀεὶ παριόντες Pl.R.616a, etc.; go alongside, Th.4.47 ; march along the coast, of an army, Id.8.16, 22,32, X.HG2.1.18 (cj.), 4.5.19. 2 c.acc. loci, pass by, Hdt.7.109 ; τὸν χῶρον Id.1.167 ; τὴν οἰκίαν And.1.146, Str. 14.5.14 ; π. παρὰ τοὺς πατέρας (prob. for παρῆσαν) Hdt.3.14 ; παρ' αὐτὴν τὴν Βαβυλῶνα π. X.Cyr.5.2.29. II pass by, overtake, surpass, ib.1.4.5. III pass on, esp. in the sense of entering, π. ἐς τὰ βασιλήϊα Hdt. 3.84, cf. 72,77, Pl.Phd. 59e; ἔσω π. E.Hel. 451 ; πάριτ' ἐς θυμέλας, ἐπὶ δ' ἀσφάκτοις μήλοισι δόμων μὴ πάριτ' ἐς μυχόν Id.Ion 228 (anap.) ; βίᾳ εἰς οἰκίαν παριέναι X.Cyr.1.2.2. 2 in discourse, pass on from one part of a subject to another, ἐντεῦθεν ἐς . . Ar.Nu. 1075 ; ὃ παριὼν τῷ λόγῳ ἔτυχον εἰπών in passing, Pl.Lg.776d. IV come forward, X.An. 7.3.46 ; πάριτ' ἐς τὸ πρόσθεν Ar.Ach.43 ; τὸ μάχιμον εἰς τὸν μέγιστον τῶν ἀγώνων τολμήσει παριέναι Pl.Lg.830c : metaph., ἐς πρώτους νεωστὶ παριών Hdt.7.143. 2 come forward to speak, Pl.Alc. 1.106c ; παρῄει οὐδείς D.18.170 ; παριὼν ἐπὶ τὸ βῆμα Aeschin.3.159 ; παρῇσαν ἐπὶ τὸ βῆμα (cj. Dobree for παρῆσαν) D.1.8 ; παρῇμεν (cj. Cobet for παρῆμεν) εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin. 3.71 ; at Athens, οἱ παριόντες orators, And.2.1, D.13.14, etc.; πᾶσι τοῖς παριοῦσι λόγον διδόναι Id.2.31. V pass from man to man, τὸ σύνθημα παρῄει X.An.6.5.25.— Cf. παρέρχομαι.