ὡσανεί
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
or ὡς ἂν εἰ (
A ὡς κἂν εἰ Arist.Mu.396b1), as if, as it were, with Verbs, τὸ . . πνεῦμα ὡσανεὶ προδιαλύεται Id.Pr.934b6; πόλις ἥτις ὡ. πρόσχημα . . ἦν Plb.3.15.3; μήτε βλέπειν μήτ' ἀκούειν, ἀλλ' ὡ. βλέπειν καὶ ὡ. ἀκούειν Plu.2.961f; with a part., ὡ. προκαλούμενος Plb. 1.46.11; with Nouns, ὡ. σάρκες Arist.Metaph.1036b10; ὡ. ἀμμῶδες Id.Mir.831b30; μέγεθος ὡ. βοῦς ib.832b15, etc.