σκιά
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
ᾶς, Ion. σκῐή, ῆς, ἡ,
A shadow, Od.11.207; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is one's double, E.Andr.745; ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν Id.HF973: prov., τὴν αὑτοῦ σ. δέδοικεν Ar.Fr.77, cf. Pl.Phd.101d. 2 reflection, image (in a bowl of oil), Sch.Il.17.755. 3 shade of one dead, phantom, Od.10.495, A.Th.992 (lyr.), S.Aj.1257; σποδόν τε καὶ σκιάν Id.El.1159; κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ σ. E.Fr.532; σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα S.Aj.301; also, of one worn to a shadow, A.Eu.302; κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ σ. Id.Niob. in Bull.Soc.Alex.No.28p.110; φωνὴ καὶ σ. γέρων ἀνήρ E.Fr.509: freq. in proverbs of man's mortal estate, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pi.P.8.95; εἴδωλον σκιᾶς A.Ag.839, cf. S.Fr.659.6; ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα . . ἢ κούφην σ. Id.Aj.126; ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σ. μόνον Id.Fr.13; οὐδέν ἐσμεν πλὴν σκιαῖς ἐοικότες Id.Fr.945; of human affairs, εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν A.Ag.1328 (dub.l.); οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ σ. Id.Fr.399; καπνοῦ σκιὰν δέδοικεν Com.Adesp.692; of worthless things, τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην S.Ant. 1170, cf. Ph.946; καπνοὺς καὶ σκιάς Eup.51; ὅσ' ἂν γένηται ταῦτα πάντ' ὄνου σκιά S.Fr.331; περὶ ὄνου σκιᾶς [μάχεσθαι] Ar.V.191, cf. Pl.Phdr.260c; Archipp. wrote a Com. entitled Ὄνου σκιά; ἡ ἐν Δελφοῖς σ. that phantom at Delphi, of the Amphictyonic council, D.5.25; αἱ τοῦ δικαίου σ. mere shadows of... Pl.R.517d; σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες ib.510e; σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ' οὐκ εἰδώλων σ. ib.532c; στιγμὴ ἢ σ. τούτων D.21.115; ἂν ἔχῃ φίλου σκιάν Men. 554. 4 evil spirit, Hippiatr.130, PMasp.188.5 (vi A.D.). II shade of trees, etc., as a protection from heat, πετραίη τε σκιή the shade of a rock, Hes.Op.589; ἐν σκιῇ ἑζόμενος ib.593; ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ Pl.Phdr.239c; εἰ ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο ἡ μάχη Hdt.7.226; ὑπὸ σκιᾶς E.Ba.458; εἰσελθὼν ὑπὸ τὴν σκιὰν καθέζεσθαι And.1.38; θέρους σκιὰν παρέχειν Pl.Ti.76d; ἐν σκιᾷ, i.e. indoors, X.Smp.2.18, cf. Cyn.3.3; σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός shade from its heat, A.Ag.967: pl., αἱ τῶν δένδρων, αἱ τῶν πετρῶν σ., X.Cyr.8.8.17; ὑπὸ σκιαῖς Id.Oec.20.18, cf. 5.9. III shadow in painting, τὰ λαμπρὰ τῇ σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι Plu.2.863e, cf. 407a, D.H.Is.4, Longin.17.3; ἀνθρώπων πρῶτος ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς, of the painter Apollodorus, Plu.2.346a, cf. Hsch. 2 silhouette, profile, Διόδωρος σ. Ἀντιφίλου ἐποίησεν Sammelb.344 (Alexandria, ii B.C.). 3 perh. coloured border on a garment, καλάσηριν ἢ ὑπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς IG5(1).1390.19, cf. 24 (Andania, i B.C.), cf. Men.561, BGU1141.41,43 (i B.C.). IV an uninvited guest, introduced by another (Lat. umbra), Plu.2.707a, Ael.Fr.110. (Cf. Skt. chāyā´ 'shadow'.)