παρανήχομαι
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
English (LSJ)
A swim along the shore, εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω παρανήξομαι Od.5.417 ; ἐν χρῷ παρενήχοντο τὴν γῆν Plu.2.161f : c. acc. loci, swim past, Poet. ap. eund.2.90d : metaph., παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης AP6.296 (Leon.) ; swim beside, τῇ τριήρει Plu. Them. 10; παρὰ τὰ πλοῖα Id.Tim.19.