φήμη
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ἡ, Aeol. and Dor. φάμα, Sapph.Supp.20
A a.12, Pi.O.7.10; pseudo-Dor. φήμα B.5.194, al., Isyll.80: (φημί). I utterance prompted by the gods, significant or prophetic saying, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός Od.2.35, ubi v. Sch.; in the prayer of Odysseus to Zeus, φήμην τίς μοι φάσθω Od.20.100; folld. by φήμην δ' ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρίς ib. 105; φ. and κλεηδών are interchanged, Hdt. 5.72, cf. S.El.1109 sq.; φ. about a τέρας, Hdt.3.153; εἴτε του θεῶν φήμην ἀκούσας εἴτ' ἀπ' ἀνδρὸς οἶσθα S.OT43, cf. 86,475(lyr.); τοῦ ὀνείρου ἡ φ. the message of the dream, Hdt.1.43; φ. μαντικαί S.OT 723; φ. θεσφάτων Id.Tr.1150; μάντεων φῆμαι E.Hipp.1056. cf. Ion 180 (lyr.); φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη Id.Hel.820; φήμας τε καὶ μαντείας Pl.Phd.111b, cf. Isoc.9.21; φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς X. Smp.4.48, cf. Cyr.8.7.3, etc.; φήμης ἕνεκα ominis causa, Pl.Lg.878a, cf. 908a; τῇ πόλει (sc. Aquileia) ἀετὸς οἴκιζομένῃ τὴν αὑτοῦ φ. χαρίζεται Jul.Or.2.72a; hence, comically, φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστί Ar.Av.720; φ. ἀγαθὴν λέξομεν = εὐφημίαν παρέξομεν, Id.V.865 (anap.). 2 report, rumour, usu. of uncertain and mysterious origin, φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή Hes.Op.763, cf. Aeschin.1.128 (citing φήμη δ' ἐς στρατὸν ἦλθε as from Il.); Φήμης βωμός Sch. ad loc., Paus.1.17.1; common report, opp. συκοφαντία, Aeschin.2.145; φάμα δ' ἦλθε κατὰ πτόλιν Sapph. l. c.; ἄμβροτε Φ. S.OT158 (lyr.); φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Hdt.9.100; φ. δημόθρους A.Ag.938; τίν' ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; Ar.Eq.1320 (anap.); φ. ὑπορρεῖ Pl.Lg.672b; φήμην κατασκεδάσαι Id.Ap.18c. 3 report of a man's character, repute, δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι—ῥεῖα μάλ', ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ' ἀποθέσθαι Hes.Op.760; ὑποδεέστερα τῆς φ. Th.1.11; περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον . . καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Aeschin.1.127; τοιαύτην φ. σαυτῇ περιφυομένην Isoc.5.78: pl., ἐπιφέρειν γυναικείους ἑαυτοῖς φήμας Pl.Lg.935a; ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Antiph.105:—esp. of good report, fame, περιχαρὴς τῇ φ. Hdt. 1.31; κατὰ τὴν εὐλογίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Isoc.5.134, cf. 4.186; ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10: but also φ. πονηραί A.Ch.1045; αἰσχρὰ φ., opp. καλὴ δόξα, Isoc. 1.43; ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατὰ θεῶν Pl.Lg.822c, cf. R.463d. 4 φᾶμαι songs of praise, Pi.P.2.16; φάμα φιλοφόρμιγξ A.Supp.697 (lyr.), cf. Th.866 (anap.). II any voice or words, speech, saying, λόγων φ. poet. periphr. for λόγοι, S.Ph.846 (lyr.); esp. common report, tradition, legend, ἀλλ' ἔστι φήμη . . A.Supp.760; πολιαὶ φῆμαι E.El.701 (lyr.), cf. Pl.Phlb.16c, Lg.713c; αἱ ἀρχαῖαι φ. Plb.12.3.2; μνήμην παρὰ τῆς φήμης λαβών Lys.2.3. b common report or parlance, Chrysipp.Stoic.2.242; ὅσους ἡ κοινὴ φ. παραδέδωκεν [θεούς] Phld.Piet.17. 2 message, A.Ch.741, S.El.1155, E.Hipp.158 (lyr.).