σκότωσις
From LSJ
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
εως, ἡ,
A darkening, eclipse, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Plu.2.414d. II dizziness, vertigo, Stoic.3.57, Erot. s.v. δῖνος, Gal. 19.417: metaph., ἄγνοια καὶ σ. Porph.Sent.29.