ἀποτείνω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
3pl. pf. Pass.
A ἀποτέτανται Luc.Zeux.4:—stretch out, extend, μέρος τι αὑτοῦ Arist.GA723b22; ἀ. ἐκεῖ τὴν διάνοιαν Id.Mem. 452b10; τὼ πόδε Luc.Merc.Cond.13:—Pass., δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων εἰς πλάγιον ἀποτεταμένα X.An.1.8.10; ἡ ὄψις ἀπὸ μικροῦ ἐνόπτρου πόρρω ἀποτεινομένη Arist.Mete.377b33, etc. 2 extend, prolong, of the line of an army, X.HG5.2.40 (Pass.); μακροτέρους ἀ. μισθούς extend rewards much further, Pl.R.363d; esp. of speeches, λόγον Id.Grg.466a; ἀ. μακροὺς λόγους to make long speeches, Id.Prt.335c, al.; συχνὸν λόγον Id.Grg.465e; μακρὰν ῥῆσιν ἀ. Id.R.605d; of brazen vessels, μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀ. [τὴν ἠχήν] Id.Prt.329a; φωνὴ σάλπιγγος ὀξὺν ἀ. φθόγγον Plu.Sull.7; ἱστορίας μέσρι μέσων νυκτῶν ἀ. Id.2.60a: —Pass., προοίμια ἀποτεταμένα ὡς ἐν διηγήσεως τρόπῳ D.H.Rh.10.13; ἀποτεινομένου τοῦ ποτοῦ Luc.Merc.Cond.18. 3 strain, tighten:— Pass., παραδείγματα ἀκριβῶς ἀποτεταμένα ταῖς γραμμαῖς severely drawn, Luc.Rh.Pr.9:—Med., exert oneself, ὑπέρ τινος about a thing, Id.Am.17; ἀποτείνεσθαι πρός τινα inveigh against... D.L.5.17, Gal. 18(1).255. 4 refer, allude, πρός τινα Luc.Nigr.13:—Med., Simp. in Ph.242.23:—Pass., impers., ἀποτείνεται ἐπί .. the reference is to... Sch.Il.Oxy.221 xi 25. II intr., extend, ἀπὸ... εἰς .., Arist.HA 503b16, 514a34; μέχρι . . Id.Mete.343b22; ἀ. πόρρω to go too far, Pl. Grg.458b: c. part., continue doing, ἀ. μαχόμενοι Plu.2.60a.