προβαίνω
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
English (LSJ)
fut. -βήσομαι: pf. -βέβηκα: aor. 2 προὔβην, imper. πρόβᾱ, Ar.Ach.262, E.Alc.872 (lyr.), pl.
A πρόβᾱτε S.OC841 (lyr.), E. HF1047 (lyr.): Hom. has only pf.and pres. part. προβιβάς (as if from βίβημἰ, Il.13.18, but προβιβῶντα (-τἰ (as if from βιβάὠ ib.807, al. codd. (v. infr.); imper. προβιβάσθων Hsch.; part. προβάοντε, read by Aristarch. for προβοῶντε, Il.12.277; προβῶντες Cratin.126:— step forward, advance, κραιπνά, κοῦφα ποσὶ προβιβάς, Il.13.18, 158, Od.17.27; τὸν δ' ὦκα προβιβάντα (-βιβῶντα codd.) πόδες φέρον 15.555; ὑπασπίδια προβιβάντι (-βιβῶντι codd.) Il.13.807, cf. 16.609; π. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Arist.HA604b5: c. acc. cogn., οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα π. E.Alc.263 (lyr.); μέγα π. take a big stride forward, Hp.Art.60. b of hair, grow, Lib.Or.64.50. 2 as a mark of Time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i.e. it is past midnight. Il.10.252; ἡ νὺξ π. the night is wearing fast, X.An.3.1.13: hence of Time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.3.53, 140; ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι S.Ph.285; also τὰ μὲν προβέβηκεν the past, Thgn.583; προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου, Hdt.7.23, Plb.2.47.3; τοῦ κώθωνος εὖ μάλα προβεβηκότος Hegesand.21; ἐκ τοῦ προβεβηκότος, e re nata, on the spur of the moment, Plb.7.12.2: of Age, προβήσεται ἡ ἡλικία X.Ap.6; of persons, οἱ προβεβηκότες τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys.24.16, cf. D.S.12.18; π. τῶν ἡμερῶν, ταῖς ἡμέραις, LXX Jo.13.1, 23.1: abs., οἱ π. Bato 7.9, Luc.Nigr. 24; ἐπεὶ προέβη τοῖς ἔτεσιν Macho ap.Ath.13.580c; προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Ev.Luc.1.7, cf. 18; ἡλικίας εἰς τὸ πρόσθε π. Pl.Ep. 325c; π. εἰς πεντήκοντα ἔτη D.C.68.4 (nisi leg. προεβεβιώκεἰ. 3 metaph. of narrative, argument, action, events, μὴ πέρα προβῇς λόγου Cratin.66; προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.1.5; προβάς φησιν . . further on, Demetr.Lac.Herc.1012.12, cf. Phld.Rh.1.87 S.; π. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς went on . ., Hdt.6.75; προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῦον the nation was organized in a series of overlordships and mandates, Id.1.134; προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω A.Pr. 249; π. ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant.853 (lyr.); οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα τοῦ βουλεύματος Ar.Ach.836; ποῖ προβήσεται λόγος; E.Hipp.342; πέρας δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται; Id.Or.511, cf. 749; τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Id.Alc.785; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν Id.Med.907; τὸ ἔθος ἐπὶ πολὺ προβαίνει Aeschin.1.179: impers., εἰς τοῦτο προβέβηκε ὥστε .. it has gone so far that...Pl.Lg.839c; π. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, X.Ap.30; π. εἰς τοῦτο ἔχθρας ὥστε . . D.12.16; εἰς ἀταξίαν Aeschin.3.38; μέχρι τίνος Plb. 2.1.3; ἐπὶ τὸ χεῖρον π. τὰ πράγματα Id.5.30.6: in good sense, make progress, τοσοῦτον προβεβήκαμεν ὥστε . . Pl.Tht.187a; of an enterprise, prosper, succeed, BGU1209.10 (i B.C.), etc. II go before, i.e. be superior to, another, πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει Il.6.125; κράτεϊ 16.54, cf. 23.890; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε by might and awe he is over, i.e. rules, Trachis, Hes. Sc.355, cf. Call. Epigr.1.5. III c. acc. rei, overstep, τέρμα προβάς Pi N.7.71. IV with acc. of the instrum. of motion, πόδα π. Thgn.283; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα τὸν ἕτερον Ar.Ec.161, cf. Luc.Hist. Conscr.29; προβὰς δὲ κῶλον E.Ph.1412; ἀρβύλαν προβάς Id.Or.1470 (lyr.); προβεβήκασι τὰ ἀριστερά have their left legs foremost (v.l. προβεβλήκασι, v. προβάλλω A. Il.1), Arist.IA706a7; προβὰς τὸν πόδα τὸν ἀριστερὸν καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβάς Poll.5.23. V Causal, in fut. Act., move forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; Pi.O.8.63.