ἀνέπαφος
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
ον,
A untouched, unharmed, α. παρέχειν τι D.35.24, cf. Syngr.ib.11; α. σώματα not liable to seizure, Men. Per.8; ελευθέρα έστω καί α. GDI1532, cf. Thphr.Fr.97.2, IG2.584c, BGU193.19 (ii A.D.); υποθήκη PHamb.28.8 (ii B.C.); unencumbered, οικία PThcad.1.12 (iv A.D.): c. gen., unharmed by, ύβρεως M.Ant.3.4. Adv. -φως Suid.