μετάμελος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ὁ,
A repentance, regret, Th.7.55, Conon 23.3, Themist.Ep.4.1, J.AJ19.4.4, Chor.p.214 B.; ἀποθανὼν ὁ δίκαιος ἔλιπε μετάμελον LXX Pr.11.3. II Adj. μετάμελος, ον, repenting, πόλις ταῖς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα D.S.25.11.