τηλεκλυτός
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
όν,
A = τηλεκλειτός, Ὀρέστης Od.1.30, cf. Chron.Lind.C.51; of horses, τ. τέκνα Ποδάργης Il.19.400.
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: τηλεκλῠτός | Medium diacritics: τηλεκλυτός | Low diacritics: τηλεκλυτός | Capitals: ΤΗΛΕΚΛΥΤΟΣ |
Transliteration A: tēleklytós | Transliteration B: tēleklytos | Transliteration C: tileklytos | Beta Code: thlekluto/s |
όν,
A = τηλεκλειτός, Ὀρέστης Od.1.30, cf. Chron.Lind.C.51; of horses, τ. τέκνα Ποδάργης Il.19.400.