φοιβάζω
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
(Φοῖβος)
A prophesy, AP9.525.22: c. acc., φ. ὄπα Lyc.6; Κασσάνδρη φοίβᾰσε μύθους AP9.191. 2 inspire, πάθος φοιβάζον τοὺς λόγους Longin.8.4:—Pass., Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.7.112, Hld.2.22. II = φοιβάω 1, Lyc.731,875, 1166.