κεδνός
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ή, όν, (cf. κήδ-ομαι) Act.,
A careful, diligent, trusty, ἄναξ Od. 14.170, etc.; ἀμφίπολος 1.335; πολῖται Pi.P.4.117; οἰακοστρόφος A. Th.62, E.Med.523; στρατόμαντις A.Ag.122 (lyr.); γυνή E.Alc.97 (lyr.): generally, noble, Φοίνικος κόρα B.16.29; παρθένος Pi.P.9.122. 2 Pass., cared for, cherished, dear, οἵ οἱ κεδνότατοι (v.l. κήδι στοι) καὶ φίλτατοι ἦσαν Il.9.586; ὅς μοι κήδιστος... κεδνότατός τε Od. 10.225; τοκῆες Il.17.28, cf. Pi.I.1.5; μήτηρ Hes.Th.169, Pi.Pae.6.12, 105; ἀδελφεοί B.5.118; [ἄλοχος] Id.3.33; λέχος E.Fr.591. II of things, Hom. only in neut.pl., κεδνὰ ἰδυῖα true-hearted, Od.1.428, 19.346, al.; ἤθεα κ. Hes.Op.699; πολίων κυβερνάσιες Pi.P.10.72; κ. χάρις valued, prized, Id.O.8.80; φροντίς, βουλεύματα, wise, A.Pers. 142 (lyr.), 172(troch.); ἐφετμαί Id.Supp.206; of news, good, joyful, Id.Ag.622, cf. 261; οὔπω τι κ. ἔσχον S.Aj.663; κεδνὰ πράξειν E.Alc. 605 (lyr.).