προπράσσω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
Att. προπράττω,
A do before, τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ D.C.52.13:—Pass., τὰ προπεπραγμένα Arist.Po.1455b30, Luc.Jud.Voc.2; τὰ προπραχθέντα LXX 1 Es.1.33. II exact, χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς A.Ch. 834(lyr.).