κλών
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
gen. κλωνός, ὁ,
A twig, spray, slip, S.OC483, Ant.713, E.El. 324, Ion 423, Pl.Prt.334b, Thphr.CP1.3.1, LXXJb.18.13, Dsc.4.170. 2 κ. βύσσου thread or fibre, Paul.Aeg.6.13:—Dim. (in signf.1) κλῶναξ, ὁ, Hsch.; κλωνάριον, τό, Gp.12.19.9, Gloss.; κλωνίδιον, τό, ibid.; κλωνίον, τό, Thphr.HP3.13.5, 3.18.5. IG22.1468.9, AP12.256.8 (Mel.); κλωνίσκος, ὁ, Dsc.5.68.