ἀπριάτην
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
[ᾰ] (ἀπριάδην read by Rhian. in Hom.), Adv. of πρίασθαι,
A without purchase-money, ἔνθα με . . ἐκομίσσατο Φείδων ἥρως ἀ. (speaking of a man) Od.14.317; so in late Prose ἥδετο ἀ. εὐωχούμενος Agath.4.22:—also as fem. of Adj. ἀπρίατος, μή με ἀπριάτην περάσαντες (sc. Δημήτερα) h.Cer.132; δόμεναι . . κούρην ἀπριάτην ἀνάποινον Il.1.99: acc. pl., ἀπριάτας Pi.Fr.169.7.