καταπροΐξομαι
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
English (LSJ)
Att. καταπροίξομαι, in early writers only fut., later also aor. 1 (v. infr.): used with neg., and usu. c. part., οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε ὧδε λωβησάμενος καταπροΐξεται he
A shall not escape unpunished for thus insulting me, Hdt.3.156; οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες Id.5.105, cf. 7.17; οὔτοι καταπροίξει τάλαντα πολλὰ κλέψας Ar.Eq.435; οὔτοι καταπροίξει τοῦτο δρῶν you shall not escape unpunished for doing this, Id.V.1366; οὔτοι . . καταπροίξει λέγουσα ταυτί Id.Th.566: abs., ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη should not get off scot-free, Hdt.3.36: without a neg., Them.Or.2.25b: in aor. 1, οὐ μὴν ἐκεῖνός γε παντελῶς κατεπροίξατο Plu.2.10c (-πράξ- codd.), cf. Hsch. 2 c. gen. pers., ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται he shall not escape me unpunished, Archil.92; οὔτοι ἐμοῦ . . καταπροίξει Ar.Nu.1240; οὔτοι . . καταπροίξει Μυρτίας Id.V.1396. 3 both constructions combined, οὐ καταπροίξῃ αὐτὸς μεθύων νηφούσης γυναικός Hdn.1.17.5.--Ion. word, used in colloquial Att. of Com. (Glossed προῖκα ἐκφύγοι in Suid., δωρεὰν καταγνώσεται in EM495.34, and connected by both with προΐσσομαι, προΐκτης; but perh. rather from κατα-προ-ἱκνέομαι.)