ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
[Seite 830] = ῥαδινός, als v. l. Il. 18, 576 für ῥοδανόν; Hesych. erkl. ῥαδινός, ἀπὸ τοῦ ῥᾳδίως δονεῖσθαι.