Μασσαλία
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἡ, Marseilles, Th.1.13, Arist.Pol.1321a30, etc.:—hence Μασσᾰλιῶται or μασι-ῆται, οἱ, D. 32.8, D.S. 14.93, etc.:—Adj. μασι-ωτικός, ή, όν, Hp.Mul.1.78:—also Μασσᾰλιήτης
A οἶνος Ath.1.27c.