συνέχω

Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

aor. συνέσχον:—Med., fut. συνέξομαι in pass. sense, D. Ep.3.40: so συσχόμενος (v. infr.), Pl.Sph.250d:—Pass., aor.

   A συνεσχέθην Epicur.Ep.2p.35U.: fut. inf. συσχεθήσεσθαι Phld.Ir.p.97 W.:—hold or keep together, confine, secure, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον [θώρηκα] Il.4.133, 20.415; ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος where the sinews of the elbow hold [it] together, ib.478 (but perh. meet, v. infr. 11); Ὠκεανός . . συνεῖχε σάκος enclosed, compassed it, Hes.Sc.315; Αἴτνα σ. [Τυφῶνα] Pi.P.1.19; τὼ μηρὼ σ. hold them together, Ar.Nu.966; τὰ σκέλη [τοῦ βρέφους] συνεχέτω Sor.1.101; τοὺς τρεῖς ξυνέχων τῶν δακτύλων Ar.V.95; συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν closed or stopped their ears, Act.Ap.7.57; μηδὲ συσχέτω ἐπ' ἐμὲ φρέαρ τὸ στόμα αὐτοῦ let not the pit close its mouth upon me, LXX Ps.68(69).15, cf. Is.52.16; τὸ δέρμα σ. [τὰ ὀστᾶ] Pl.Phd.98d; Ἄτλας ἅπαντα σ. ib.99c; λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν LXX Je.2.13:—Pass., τὸ λεγόμενον ἐν φρέατι συσχόμενος" trapped in a well, Pl.Tht.165b; ὁ καρπὸς . . ἂν μὴ πλυθῇ . . συνέχεται sticks together, Thphr.HP3.15.4; τὸ στόμα οὐ συνεσχέθη ἔτι my mouth was no longer closed, LXX Ez.33.22.    2 keep together, keep from dispersing, στράτευμα, δύναμιν, X.An.7.2.8, D.8.76; σ. ἐν τῷ χάρακι Plb.10.39.1; ὥπλισε . . καὶ συνεῖχε τοῦ τείχους ἐντός Plu.Cam. 23; περὶ Κύπρον σ. τὸ ναυτικόν Id.Cim.18; continue, keep on, μὴ πλείους πέντε ἡμερῶν σύσχῃς τὸ ὕδωρ (the flooding) PCair.Zen.155.5 (iii B.C.); keep, τοὺς πολίτας σ. ἐν τοῖς ὅπλοις Plu.Sol.22, cf. 2.193e; προστάξαντος αὐτοῦ ἐν τοῖς ὅπλοις συνέχειν ἑαυτόν, ὁ δὲ ἀπεδύσατο Ael. VH14.48; preserve, οἱ ἅλες ἐπὶ πλεῖστον [τὰ σώματα] συνέχοντες Ph. 2.255; maintain, σ. τοὺς στρατιώτας ἐκ τῶν ἱεροσυληθέντων λειψάνων D.S.16.61:—Pass., to be continuous, Parm.8.23; to be maintained, πᾶσα ἕξις . . ὑπὸ τῶν καταλλήλων ἔργων συνέχεται καὶ αὔξεται Arr. Epict.2.18.1.    b of social and political order, σ. πόλεις keep states together, keep them from falling to pieces, maintain them, E.Supp.312, cf. And.1.9; τὸ φρονεῖν σ. δώματα E.Ba.392 (lyr.), cf. 1308; καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία σ. Pl.Grg.508a; ἡ τὰ πάντα πολιτεύματα συνέχουσα εἰς ἓν δίκη Id.Lg.945d, cf. Plt.311c; σ. τὴν πολιτείαν D.24.2; τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν Arist.Pol.1278b25, cf. 1270b17; ὀρθῶς ἐν τῇ Ἑλλάδι τὴν δύναμιν τῶν Ἀθηναίων συνεῖχεν Plu.Per.22; ἐν οἴνῳ τὰς ἀρχὰς συνεῖχε conducted the government over wine, Id.2.714b; also ὁ τὸν ὅλον κόσμον συντάττων καὶ συνέχων X.Mem.4.3.13, cf. LXX Wi.1.7; ξ. τὴν εἰρεσίαν keep the rowers together, make them pull in time, Th.7.14:—Pass., μετ' ἀλλήλων συνέχεσθαι Pl.Ti.43e.    c keep together in friendship, ἁμέ Ar.Lys. 1265 (lyr.); τοὺς ἐρωμένους Ath.13.563e:—Pass., τὸ ὂν συνέχεται . . φιλίᾳ Pl.Sph.242e; τὰ πράγματα ὑπ' εὐνοίας D.11.7.    d Pass. also, engage in close combat, ἐγχειριδίοισι Hdt.1.214; of sexual intercourse, Arist.HA540a24, GA731a19, Thphr.Char.28.3.    e occupy or engage, ἑαυτὸν ἐν γυναιξὶ καὶ θιάσοις Plu.Cleom.34; [γυναῖκα] συνέχειν ἐπὶ καπηλείου Id.2.785d.    3 contain, comprise, embrace, εἷς λόγος πάσας τὰς αἰσθήσεις σ. Pl.Hp.Mi.374d; τὸ συνέχον the chief matter, Plb.2.12.3, Cic.Att.9.7.1, Gal.16.516; τὸ σ. καὶ κυριώτατον Phld.Lib. p.22 O.; τὰ συνέχοντα Plb.6.46.6, Gal.15.2; τὰ σ. ἀγαθά Phld.D.1.25: c. gen., τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας the chief reason for . ., Plb.28.4.2, cf. 4.51.1, 18.39.3; τῆς σωτηρίας the chief means of . ., Id.10.47.11; τὰ σ. τῶν ἐγγράπτων the chief clauses, Id.3.27.1; τὸ σ. τῆς ἐννοίας Id.3.29.9, cf. 4.5.5, 18.44.2:—Pass., τὸν πρὸς τῇ ὑπεκλύσει πυρετὸν ὑπ' ἄλλης αἰτίας συνέχεσθαι is chiefly caused (cf. συνεκτικός) by... Sor.2.4.    4 detain, τὰς καμήλους ἐν τῇ Νεχθενίβιος (sc. κώμῃ) PMich.Zen.103.3 (iii B.C.); sequestrate, PEnteux.3.7, 85.3 (iii B.C.); keep under arrest, PMich.Zen.36.6 (iii B.C.), BGU1824.27 (i B.C.), Ev.Luc.22.63; προσαπήγαγέν με εἰς τὴν φυλακὴν καὶ συνέσχεν ἐφ' ἡμέρας δ PEnteux.83.7 (iii B.C.), cf. 84.11 (iii B.C.):—Pass., συνέχομαι ἐμ φυλακῇ PPetr.2p.50 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.347.3 (iii B.C.), PRyl. 65.11 (i B.C.), etc.; of things held as security, PCair.Zen.373.3 (iii B.C.).    5 constrain or force one to a thing, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σ. ἡμᾶς 2 Ep.Cor.5.14; oppress, Ev.Luc.8.45, 19.43; ἡ σκληροκοιτία λυπεῖ καὶ σ. τὸ σῶμα Gal.15.196:—used by early writers only in Pass., συνέχεσθαί τινι to be constrained, distressed, afflicted, and, generally, to be affected by anything whether in mind or body, πατρὶ συνείχετο . . χαλεπῷ Hdt.3.131; ξ. τοῖσι Λυκούργου πατριώταις Pherecr.11; σ. πολέμῳ, δουληΐῃ, Hdt.5.23, 6.12; ὀνείρασι A.Pr.656; φροντίδι E.Heracl.634; δίψῃ, πόνῳ, Th.2.49, 3.98; πυρετῷ Ev.Luc.4.38; κακῷ Ar.Ec.1096; μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασιν Pl.Grg.512a; πάσῃ ἀπορίᾳ Id.Sph.250d; ἀγρυπνίαις IG42(1).122.50 (Epid., iv B.C.); τῷ λόγῳ (v.l. πνεύματι) Act.Ap.18.5; γέλωτι συσχεθέντα τελευτῆσαι D.L.7.185; ἔρωτι συσχεθείς Conon 40.3; ἄνθρωπος συνεχόμενος ἀπὸ οἴνου LXX Je.23.9; συνεχομένη τῇ συνειδήσει ib.Wi.17.11.    6 constrain, hinder, hold back, E.Rh.59; σύσχῃ τὸν οὐρανόν shut up the heaven, LXX De.11.17; συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ib.Ge.8.2; συνεσχέθη ἡ θραῦσις ἐπάνωθεν Ἰσραήλ the plague was stayed from Israel, ib.2 Ki.24.25: metaph., ὑπὸ τοῦ γένους A.D.Adv.122.22, cf. Synt.342.18.    7 hold at the same time, δύο σχολάς Str.14.1.48.    8 buy up and withhold, make a corner in, σῖτον LXX Pr. 11.26.    9 Gramm., σ. τὸ ἄρθρον to be accompanied by the article, A.D.Synt.35.2, al.    10 συνέσχον I also received . ., BGU577.16 (iii A.D.), etc.    II intr., meet, v. supr. 1.1; εἰς ἕν Arist.HA530b27; πρός τι to be connected with, S.E.P.1.145.

German (Pape)

[Seite 1022] (s. ἔχω u. συνόχωκα), mit, zugleich, zusammen halten, verbinden, befestigen; ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον, Il. 4, 133. 20, 415; u. intrans., ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, 20, 478, wo die Sehnen zusammenhalten; Hes. Sc. 315; festhalten, einschließen, κίων συνέχει οὐρανία, Pind. P. 1, 19; ὁπόταν συνέχῃ τούτῳ τῷ πλέγματι, Plat. Polit. 311 c; λυθείσης τῆς τὰ πάντα πολιτεύματα ξυνεχούσης εἰς ἓν δίκης, Legg. XII, 945 d, u. öfter, u. Folgde; τὸ ξυνέχον, was die Hauptsache ausmacht, in sich hält, Pol. öfter, u. a. Sp.; τὰ συνἑχοντα θεωρήματα τῆς ῥητορικῆς, S. Emp. adv. rhet. 113. – Συνέχειν τὸ στράτευμα καὶ συναθροίζειν, Xen. An. 7, 2, 8, das Heer zusammenhalten, wie τὴν δύναμιν συνεῖχεν ἐν τῷ χάρακι, Pol. 10, 39, 1; auch zurückhalten, τὸ πλεῖστον μέρος τῆς δυνάμεως συνεῖχεν ἐπ' αὐτόν, 3, 101, 8; φόβοις τὰ πλήθη, 6, 56, 11; erhalten, τοῦτο συνέχει τὰ Ῥωμαίων πράγματα, 6, 56, 7; συνέχειν τὸ διαδιδράσκον, Luc. Gymn. 29. – Pass., bes. von allen leiblichen u. geistigen Zuständen, von denen Einer ergriffen ist, mit denen er behaftet ist, in denen er sich befindet; τοιοῖσδε πάσας εὐφρόνας ὀνείρασιν ξυνειχόμην, Aesch. Prom. 659: ξυνέχεσθαι κακῷ, Ar. Eccl. 1096; φροντὶς ᾗ συνεσχόμην, Eur. Heracl. 634; δουληΐῃ συνέχεσθαι, in Knechtschaft gehalten werden, Her. 7, 12; u. eigtl., αἰχμῇσι καὶ ἐγ χειριδίοισι συνέχεσθαι, mit Speeren u. Schwertern in die Enge getrieben werden, 1, 214; πατρὶ συνέχεσθαι, vom Vater gedrängt, belästigt werden, 3, 131; ἀνιάτοις νοσήμασι συνεχόμενος, Plat. Gorg. 512 a; ὀνείδει, ἀγνοίᾳ ξυνεχόμενος, Legg. IX, 863 c; XII, 944 e; πάσῃ συνεχόμεθα ἀπορίᾳ, Soph. 250 d, v. l. συνεσχόμεθα, wie auch Theaet. 165 b ἐν φρέατι συσχόμενος der aor. med. passivisch gebraucht ist, v. l. συνεχόμενος; συνέχεσθαι τοῖς κακοῖς, Isocr. 5, 8; τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι, Thuc. 2, 49, vgl. 3, 98; συνέχεσθαι τοῖς πολέμοις, Pol. 1, 7, 9; τῷ λιμῷ συνέσχηντο, 3, 62, 4; u. a. Sp., öfter.