συνόχωκα

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνόχωκα Medium diacritics: συνόχωκα Low diacritics: συνόχωκα Capitals: ΣΥΝΟΧΩΚΑ
Transliteration A: synóchōka Transliteration B: synochōka Transliteration C: synochoka Beta Code: suno/xwka

English (LSJ)

old Ep. intr. pf. of συνέχω,
A to be σύνοχος, ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε shoulders bent in or contracted upon the chest, Il.2.218 (συνοκωχότε in Hsch. is prob. an ancient cj., as if pf. of συνέχω).
II collapse, τείχεος ὡς ἤδη συνοχωκότος ἐν κονίῃσιν Q.S. 7.502.

German (Pape)

[Seite 1032] altep. u. ion. parl. zu συνέχω, für συνόκωχα, sich zusammenhalten, sich verbinden; ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε, gegen die Brust zusammengebogene Schulterknochen, Il. 2, 218; einzeln bei sp. D., zusammenfallen, niedersinken, Qu. Sm. 7, 502, τείχεος ὡς ἤδη συνοχωκότος ἐν κονίῃσιν.

French (Bailly abrégé)

part. συνοχωκώς;
être ramassé sur soi-même, être fortement emboîté.
Étymologie: anc. pf. poét. de συνέχω, p. *συνόκωχα.

Russian (Dvoretsky)

συνόχωκα: [эп. pf. к συνέχω, вм. * συνόκωχα] (только part. συνοχωκώς) сойтись, сростись: ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε Hom. сошедшиеся на груди плечи (у горбатого Терсита).

Greek (Liddell-Scott)

συνόχωκα: ἀρχ. Ἐπικ. ἀμεταβ. πρκμ. τοῦ συνέχω (ἀντὶ συνόκωχα), ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε, «ἐπισυμπεπτωκότες· συνοκωχὴ γὰρ ἡ σύμπτωσις» (Ἡσύχ. ἔνθα συνοκωχότε), «συμπεπτωκότες, συνηγμένος» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 218· πρβλ. συνοκωχή. ΙΙ. πίπτω ὁμοῦ, καταπίπτω, καταχώνομαι, δέος δ’ ἕλε πάντας Ἀχαιοὺς τείχεος ὡς ἤδη συνοκωχότας ἐν κονίῃσιν Κόϊντ. Σμ. 7. 502. ― Περὶ τοῦ τύπου ὅρα Buttm. Ansf. Gr. § 85 Anm. 5. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Θ΄, σ. 383 κἑξ.

Greek Monolingual

Α
(επικ. αμτβ. παρακμ. του συνέχω)
1. είμαι συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι («ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε», Ομ. Ιλ.)
2. έχω καταρρεύσει («δέος δ' ἕλε πάντας Ἀχαιοὺς τείχεος ὡς ἤδη συνοχωκότος ἐν κονίῃσιν», Κόϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. παρακμ. του συνέχω, ο οποίος απαντά στα κείμενα στον τ. της μτχ. με δυο μορφές: συνοχωκώς και συνοκωχώς. Ο τ. συν-οκ-ωχ-ώς έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα οχ- του ἔχω (πρβλ ὀχ-ή, ὀχ-μός) με αττ. αναδιπλασιασμό (πρβλ ἀκ-ήκ-οα, παρακμ. του ἀκούω) και ανομοίωση τών δασέων (πρβλ. και ὀκωχή). Ωστόσο, συχνότερα μαρτυρημένος είναι ο μορφολογικά δυσερμήνευτος τ. συνοχωκώς, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Κατά την επικρατέστερη, ο τ. συν-οχ-ω-κώς έχει σχηματιστεί < ετεροιωμένη βαθμίδα οχ- του ἔχω (πρβλ. και ἐπ-ώχ-ατο, πιθ. υπερσ. του ἐπέχω) + παρέκταση -ω-, ετεροιωμένη βαθμίδα του -η- του τ. σχήσω, μέλλ. του ἔχω. Λιγότερο πιθανές, εξάλλου, θεωρούνται οι απόψεις όσων υποστηρίζουν ότι ο τ. είναι μτχ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ. συνοχῶ, -όω (< σύνοχος), καθώς και κάποιων που θεωρούν ότι ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. μτχ. συνοχώς (< συνέχω) με παρέκταση -ωκ- κατά τους παρακμ. σε -ωκα (πρβλ. μέ-μβλ-ωκα)].

Greek Monotonic

συνόχωκα: Επικ. αμτβ. παρακ. του συνέχω (αντί συνόκωχα), συγκρατούμαι· ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε, οι ώμοι συγκρατούνται ή συμπίπτουν πάνω στο στήθος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[epic intr. perf. of συνέχω, for συνόκωχα]
to be held together, ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε shoulders contracted upon the chest, Il.

Lexicon Thucydideum

continere, to hold together, restrain, 7.14.1,
PASS. premi, to be pressed, 2.49.5, 3.98.1.