σωφρονητικός
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.