κάρτα

Revision as of 19:22, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

(cf. κράτος), Adv., freq. in Ion. and Trag., rare in Com. and Att. Prose (v. infr.):—with Adjs. and Advbs.,

   A very, extremely; with Verbs, very much; κ. κακῶς ῥιγῶ Hippon.16; ἐσθλοὺς κ. μαχητάς Aristeas Epic.Fr.3; κ. ἀπὸ θερμέων Χωρέων very hot, Hdt.2.27; κ. θεραπεύειν τινά, opp. μετρίως, Id.3.80; κ. δεόμενος Id.8.59; κ. ὀξύ Hp. Acut.58; κ. πρευμενεῖς A.Ag.840; κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος Id.Ch.174; εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστίν S.Tr.1218; ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω E.Med.328, cf. 222, etc.; once in Pl., πηλοῦ κ. βραχέος Ti.25d; ληρεῖς ἔχων κ. Ar. Av.342 (troch.).    2 surely, in very deed, κ. δ' ἔστ' ἐγχώριος A.Th. 413; κ. δ' ὢν ἐπώνυμος true to thy name, Id.Eu.90, cf. Th.658; κ. δ' εἰμὶ τοῦ πατρός all on the father's side, Id.Eu.738; κ. δ' εἴσ' ὅμαιμοι Id.Th.939 (lyr.); ἦ κ. Id.Ag.592, 1252, S.El.312, 1278, etc.; σὺ δὲ κ. φείδῃ Amips.22.    3 καὶ κ., used to increase the force of a previous statement, τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί, ἀπὸ δὲ Ἀλκμέωνος . . καὶ κ. λαμπροί Hdt.6.125; esp. in dialogue, yes, verily, ἦ γάρ τινες ναίουσι . .; Answ. καὶ κ. . . S.OC65; ἆρ' ἄν τί μου δέξαιο . .; Answ. καὶ κάρτα γ E.Hipp. 90; once in Ar., καὶ κ. μέντἂν . . καθείλκετε Ach.544; in Hdt. also, τὸ κ. 1.71, 4.181; esp. with a slightly iron. sense, with a vengeance, ἐς ὂ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1.191, cf. 3.104, 6.52.

German (Pape)

[Seite 1330] (vgl. κάρτος), stark, sehr, bes. ion. u. poet.; δοκοῦντας εἶναι κάρτα πρευμενεῖς μοι Aesch. Ag. 814; μολόντα δ' αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῖ λεώς Eum. 15; δεῖ κάρτα θύειν Suppl. 445; vgl. ἦ κάρτα unter ἦ; καὶ κάρτα, bejahend, allerdings, ja wohl; κάρτα μαίνομαι Soph. Tr. 446; κάρτ' ἂν εὐτυχεῖν δοκῶ Ai. 257; εἰ καὶ μακρὰ κάρτ' ἐστίν Tr. 1208; κάρτα προσχωρεῖν πόλει Eur. Med. 222; ἥδομαι Her. 1, 27; θεραπεύειν, im Ggstz von μετρίως, 3, 80. 6, 125; καὶ τὸ κάρτα, im höchsten Grade, 6, 52. 8, 27 u. Hippocr. Seltener bei den Komikern, wie Ar. Ach. 518 Av. 342, u. in attischer Prosa; Plat. nur Tim. 25 d als v. l., πηλοῦ κάρτα βαθέος für die vulg. καταβραχέος. Von Sp. Luc. calumn. 3 Plut. de superst. 10.