μαρμαίρω
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
only pres. and impf.; impf.
A μαρμαίρεσκον Q.S.1.150: (redupl. from μαρ-, cf. μάρ-μαρος, ἀ-μαρ-ύσσω):—flash, sparkle, gleam, of any darting, quivering light, Hom. (only in Il.); ἔντεα μαρμαίροντα Il.12.195, cf. 16.664,al.; τεύχεα μ. 18.617; Τρῶες . . χαλκῷ μαρμαίροντες 13.801; σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας 16.279; δώματα . . χρύσεα μαρμαίροντα 13.22; ὄμματα μαρμαίροντα the sparkling eyes of Aphrodite, 3.397; αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Hes.Th.699; μαρμαίρει δὲ δόμος χάλκῳ Alc.15.1; χρυσῷ ἐλέφαντί τε μ. οἶκοι B.Fr.16.9; νύκτα . . ἄστροισι μαρμαίρουσαν A.Th.401; χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, of Apollo, E.Ion888 (lyr.); ἀστὴρ μαρμαίρων D.P.329; μαρμαίρουσι παρηΐδες AP5.281 (Agath.), cf. Alciphr.3.67: also in late Prose, Phld. Po.2.40, Plu.Caes.6, Luc.DMeretr.13.3, Alciphr.l.c.