κυλίνδω
English (LSJ)
Ep., Lyr., Trag., also Telecl.1.8, Ar.Eq.1249, Nu.375 (Pass.):—in Prose (always in Att.) more freq. κυλινδέω (for which καλινδέω is freq. v.l.), also Ar.Av.502 (Med.), v.l. in Semon.7.4:— later κυλίω (q.v.): fut. κυλινδήσω late, IG14.1389ii 35 (ii A.D.): aor.
A ἐκύλῑσα Sosith.2.20, Theoc.23.52, AP7.490 (Anyt.), also (εἰς-) Ar. Th.651, (ἐξ-) Pi.Fr.7:—Med., impf. Ar.Av. l.c.: fut. κυλίσομαι (προ-) App.Ital.5.4: aor. ἐκυλισάμην (ἐν-) Luc.Hipp.6:—Pass., fut. κυλισθήσομαι (ἐκ-) A.Pr.87: aor. ἐκυλίσθην, Ep.κυλ-, Il.17.99, S.El. 50, Fr.363; later κυλινδηθείς Str.14.2.24: pf. κεκύλισμαι Luc.Hist. Conscr.63, Ath.11.480c: plpf. κεκύλιστο Nonn.D.5.47:—roll, ὀστέα . . εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει Od.1.162, cf. 14.315; Βορέης μέγα κῦμα κυλίνδων 5.296; οἶδμα . . κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα S.Ant.590 (lyr.); κυλίνδετ' εἴσω τὸν δυσδαίμονα trundle him in, Ar.Eq.l.c.; ὁλοιτρόχους, λίθους κυλινδεῖν, X.An.4.2.3, 4.7.4; ἔνθα Νεῖλος . . γάνος κυλίνδει A.Fr.300.3: metaph., πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει rolls calamity upon them, Il. 17.688; στυγερὴν δὲ κυλινδήσει κακότητα IGl.c. 2 revolve in mind, Pi.N.4.40. 3 roll away, ἐλπίδας APl.c. II Med. and Pass., to be rolled, roll, freq. in Hom., τρόφι κῦμα κυλίνδεται Il.11.307, cf. Od.9.147, Alc.18; πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής Od.11.598, cf. Il.13.142, 14.411; νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται 11.347, cf. Od. 2.163, 8.81; toss like a ship at sea, κυλίνδοντ' ἐλπι.δες Pi.O.12.6; to be whirled round on a wheel, of Ixion, Id.P.2.23; κυλινδομένα φλόξ whirling flame, ib.1.24; [νεφέλαι] κυλινδόμεναι Ar.Nu.l.c.; μεταξύ που κυλινδεῖται τοῦ τε μὴ ὄντος καὶ τοῦ ὄντος is tossed about between... Pl.R.479d. 2 of persons, κυλίνδεσθαι κατὰ κόπρον roll, wallow in the dirt (in sign of grief), Il.22.414; κλαίων τε κυλινδόμενός τ' Od.4.541, cf. Ar.Av.l.c.; wander to and fro, ψυχὴ . . περὶ τάφους κυλινδουμένη Pl. Phd.81d; ἐν δικαστηρίοις Id.Tht.172c; πρὸ ποδῶν κ. Id.R.432d; in petitions, παρὰ πόδα τῶν ἰχνῶν τινος κ. PMasp.5.8 (vi A.D.), etc.: metaph., ἐν ἀμηχανίῃσι κυλίνδομαι Thgn.619; ἐν ἀμαθίᾳ κ. wallow in... Pl.Phd.82e, Plt.309a; ἐν πότοις καὶ γυναιξίν Plu.2.184f; κατὰ τὰ βιβλία Gal.9.647. b to be rolled, whirled headlong, ἐκ δίφρων κυλισθείς S.El.50; roll over, of the embryo, Arist.HA586b25. c to be rolled up, κυλισθεὶς ὡς ὄνος like a wood-louse, S.Fr.363. 3 of Time, κυλινδομέναις ἁμέραις Pi.I.3.18. 4 of words, to be tossed from mouth to mouth, i.e. be much talked of, τοὔνομ' αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Ar.V.492; κ. πᾶς λόγος παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν Pl.Phdr. 275e.