σφόδρα
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
Adv., properly neut. pl. of σφοδρός,
A very much, exceedingly: I with Verbs, ἐμήδιζον γὰρ σ. Hdt.9.17; σ. ἱμείρουσα S. El.1053; καὶ σ. πείθει persuades them too well, Id.Aj.150 (anap.); σ. λέγειν with vehemence, Antipho 6.15; σ. κολάζειν severely, Th.3.46; σ. ὁρίσασθαι exactly, Pl.Phdr.263d, cf. Phlb.58d, Phd.68a, 73a; σ. χαίρω I am exceedingly glad, POxy.41.17 (iii/iv A.D.). 2 with Adjs., σ. ὑπέρτεροι far superior, Pi.N.4.37; μισόδημον σ. Ar.Fr.108; σ. ἄδικος Pl.R.361a; ἁλμυρὸν σ. Arist.Mete.359a13; κακοδαίμων σ. Antiph.56; σ. γενναῖος Men.223.14; πολλοῦ σ. at a very high price, very dear, Id.197; πολλοὶ σ. Bato 7.1; ἐνιαυτοὺς σ. ὀλίγους Men.481.6; χαρὰ μεγάλη σ. Ev.Matt.2.10:—with Adjs. it most freq. follows, and in Com. Poets it usu. stands at the end of the verse. 3 with a Subst., τὴν σ. φιλίαν Pl.Lg.731e; τινῶν σ. γυναικῶν very womanish women, ib.639b; τῆς σ. προθυμίας ib.952c; τῆς σ. μανίας Id.Phdr.251a; ἐν τοῖς σ. ψύχεσιν Arist.HA599a19. 4 with other Advbs., ἐπάταξε πῶς οἴει σ. Ar.Ra.54; θαυμαστῶς ὡς σ., ἀμηχάνως ὡς σ., Pl.R.331a, Phdr.263d; μάλα σ. Id.Alc.1.124d; πάνυ σ. Ar.Pl.25, 745; σ. πάνυ Aeschin.2.36; πάνυ καὶ σ. Pl.Lg.627a; οὐ σ. not very much, Hp.Aër.15, Antiph.204.11, Pl.Phd.100a; οὕτω σ. ἦν ἀρχαῖος Antiph.273; οὕτω σ. ἐστὶ . . Βοιώτιος Eub.39. 5 τὸ σ., = σφοδρότης, Pl.Smp.210b, al. 6 σφόδρα, σφοδρῶς LXX Ge.7.19. II σ. γε or καὶ σ. γε, in answers, strongly affirmative, freq. in Pl., πάνυ γε σ. Men.82b; πάνυ σ. ταῦτα λέγω Ap.25a.