διαρρήγνυμι
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A break through, Hom. only in Med., διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις Il.12.308; διαρρήξασα χαλινόν having broken the bridle asunder, Thgn.259; μόγις ἂν . . διαρρήξειας [τὴν κεφαλήν] Hdt.3.12; πλευρὰν διαρρήξαντα . . φασγάνῳ having cloven it, S.Aj.834; δ. τὰς χορδάς Pl.Phd.86a:—Pass., burst, as with eating, X.Cyr.8.2.21, Anaxil.25, Phoenicid.3, etc.; δ. μυρίων ἀγαθῶν Men.10D.; with passion, διαρραγήσομαι Ar.Eq.340; ὑπὸ φθόνου Luc.Tim.40; οὐδ' ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος D.18.21, cf. 87; διαρραγείης, as a curse, 'split you!' Ar.Av.2, etc.: pf. διέρρωγα to be broken or torn, διερρωγυιῶν τῶν χορδῶν Pl.Phd. l. c.; ἀκεσαμένη τὸ διερρωγός Arist.HA623a18; ὑπόδημα δ. Plu.2.82b: later pf. part. Pass. διερρηγμένος Jul.Or.2.64c.