σωματοπρεπής
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
German (Pape)
[Seite 1060] ές, für den Körper schicklich, ihm angemessen, Dionys. Areop., auch im adv.