συντυγχάνω
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
fut.
A -τεύξομαι Hsch., Phot., Suid.: aor. 2 συνέτῠχον: pf.-τέτευχα Chrysipp.Stoic.2.174, PTeb.22.3 (ii B.C.): I of persons, meet with, fall in with, τινι Hdt.4.14, Ar.Nu.608 (troch.), PTeb. l.c., etc.; so μοίρᾳ τοῦδ' ἐχθίονι σ. S.Ph.682 (lyr.); σ. νεκροῖς ἀσπαίρουσι Antipho 2.4.5; ξυνέτυχεν ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφράς Eup.309: abs., S.OT122; but οἱ συντυγχάνοντες, of two persons meeting, Hdt. 1.134, cf. Pl.Ti.56d. 2 rarely c. gen., like the simple verb, συντυχὼν κακῶν ἀνδρῶν perh. having like others met with evil men, S.Ph. 320 (σὺντυχὼν Paley), cf.OC1482 codd. (lyr., σοῦ τύχοιμι Cobet). 3 ὁ συντυχών the first that meets one, ὁ αἰεὶ ξυντυχών E.Hec.1182 (also without ὁ, Id.Rh.864): rarely in pres., ὁ συντυγχάνων Pl.Lg. 762c: also of things, τὸ συντυχόν the first that comes to hand, average, οὐ τὸ σ. ἔργον Hdt.1.51; πᾶν τὸ σ. ἡδέως ἤσθιεν X.Ages.9.3. II of accidents and chances, happen to, befall, τὰ συντυχόντα σφι Hdt.8.136; ὅσα δεῖ χώρᾳ συντυχεῖν Pl.Lg.709c: abs., happen, fall out, εὖ ξυντυχόντων if things go well, A.Th.274; πᾶν τὸ συντυχὸν πάθος S.Aj.313; ὁ ξ. κίνδυνος Th.3.59; πρὸς τὰ σ. according to circumstances, Plu.Oth.13, cf.9: impers. συνετύγχανε, συνέτυχε, it happened that . ., c. inf., Th.7.70, Plb.15.4.5, Plu.Lys.12, Pel.18; συνέτυχε οὕτως, ὥστε . .Aristeas 307: c. part., ἡ οὐσία συντέτευχε τὸν μέσον κατειληφυῖα τόπον Chrysipp. l.c.