συμμετρέω

Revision as of 19:11, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

   A measure jointly or in company, Tab.Heracl.1.11, 2.10.    2 include in the reckoning, κόλπος, λίμνη, Agathem.5.24, 3.10 (both Pass.).    II measure or calculate by comparison, τὸ αἱρετώτερον Phld.Rh.2.11 S.:—Pass., to be so measured, Arist.Mech.853b39; ἦμαρ ξυμμετρούμενον χρόνῳ this day measured by comparison with or calculated by the time of his absence, S.OT73; [ἔφθιτο] . . μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ he died in right measure with (i.e. having reached to) length of days, ib.963: abs., οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη who had their life measured out . ., Th. 2.44; πρὸς εὐωδίαν σ. αἱ τροφαί are calculated to produce, Thphr.CP 6.18.3; σ. πρὸς ἀνδρὸς πνεῦμα is calculated to suit it, D.H.Dem.43; σ. τινί Luc.Gall.27; εἴς τι Philostr.Im.1.28.    III Med., measure for oneself, συμμετρήσασθαι τὴν ὥρην τῆς ἡμέρης compute the exact time of day, Hdt.4.158; ξυνεμετρήσαντο [τὸ τεῖχος] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων calculated its height by counting the courses of bricks, Th.3.20; σ. πρὸς ἄλληλα Pl.Ti.39c; σ. τὴν δαπάνην, τὰς ἐφόδους, D.H.4.19, 7.10; τὰ διανύσματα Plb.9.15.3; check measured quantities, PAmh.2.59.10 (ii B.C.).    IV limit, φιλοχρηματίαν Poll.4.39:—Med., σ. τὸν δρόμον ἐς τὸ ἀνεκτόν τινι Philostr.Im.2.2:—Pass., συμμεμετρημένον of limited size, Poll.3.88, cf. 9.24; τῇ τῶν λεπτῶν ἐδωδῇ -ηθείς limited to . ., Iamb.VP3.13.

German (Pape)

[Seite 982] wonach abmessen, Etwas womit in ein gutes Verhältniß od. Ebenmaaß bringen, passend od. geschickt wozu machen, τί τινι, Sp. – Gew. im med., ὥραν συμμετρήσασθαι, sich die Tageszeit berechnen, Her. 4, 158, wie ξυνεμετρήσαντο (sc. τὸ τεῖχος) ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, Thuc. 3, 20; οὔτε πρὸς ἄλληλα συμμετροῦνται, Plat. Tim. 39 c; Sp., wie Pol., συμμετρεῖσθαι πρὸς λόγον τὰ διανύσματα, 9, 15, 3; τὸν δρόμον, Philostr.; ἡ φύσις συνεμετρήσατο τὰς αἰσθήσεις πρὸς τὰ αἰσθητά, S. Emp. pyrrh. 1, 98; pass., Soph. O. R. 73, καί μ' ἦμαρ ἤδη ξυμμετρούμενον χρόνῳ λυπεῖ, τί πράσσει, d. i. wenn ich den Tag berechne; 963 καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ ἔφθιτο, er starb der langen Lebensdauer entsprechend, vor Alter, als Greis; οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, Thuc. 2, 44.