Γαλάται
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
[λᾰ], οἱ,
A = Κελτοί (but Κελτοὶ καὶ Γ. Arist.Fr.35), Plb.1.6.2, etc.: fem. sg. Γαλάτισσα, GDI2154.7 (Delph., ii B. C.):—Adj. Γᾰλᾰτικός, ή, όν, πέλαγος Arist.Mu.393a27; χώρα Act.Ap.16.6; ἔργα βάρβαρα καὶ Γ. Plu.2.1049b. Adv. -κῶς, ἐνεσκευασμένος Id.Oth.6.