ἀδιαίρετος
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ον,
A undivided, Arist.Pol.1265b4; χώρα SIG141.10 (Corc. Nigr.), cf. BGU1119.9 (i. B.C.), etc. 2 indivisible, like ἀμερής, Arist.Ph.231b3, al.; Comp., less divisible, Metaph.1052a21. Adv. -τως Phryn.146 (interp.). II Act., not having divided joint property, ἀδελφοί Sor.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαίρετος: -ον, ὁ μὴ διαιρεθείς, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 6, ἀλλ. 2) ὁ μὴ διαιρετός, ὡς τὸ ἀμερής, ὁ αὐτ. Φυσ. 6. 1, 1. - Μεταφ., 9. 1, καὶ ἀλλ.· συγκρ., ἧττον διαιρετός, ὁ αὐτ. - Ἐπίρρ. -τως, Φρύν. 443, Συλλ. Ἐπιγρ. 8962. ΙΙ. μ. γεν. ἀχώριστος ἀπὸ... Ἐκκλ.