Ἀδώνιος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, rare form of Ἄδωνις, Plu.2.756c. II as Adj., ος, ον, of Adonis:—hence Ἀδώνιον, τό, a statue of him borne in the Adonia, Suid. 2 (sub. μέτρον) a kind of verse, consisting of a dactyl and spondee, Sacerd.p.516 K. 3 = Ἄδωνις 111, Plin.HN21.60.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδώνιος: ὁ, σπάν. τύπος τοῦ Ἄδωνις, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 188, Πλούτ. 2. 206C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. -ος, -ον, τοῦ Ἀδώνιδος· ὅθεν: 1) Ἀδώνιον, τό, ἄγαλμα αὐτοῦ φερόμενον κατὰ τὰ Ἀδώνια, Σουΐδ. 2) (ἐν λ. μέτρον) εἶδος στίχου συγκειμένου ἐκ δακτύλου καὶ σπονδείου, Ἕρμαν. El. Metr. 715.