πυρογενής
English (LSJ)
ές, (πῦρ)
A fire-born, of Dionysus, Aus.Epigr.49.3.
πῡρογενής, ές, (πυρός)
A made from wheat, AP9.368 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 823] ές, = πυριγενής, Bacchus, Auson. ές, aus Weizen entstanden, daraus gemacht, vom Biere, Iulian. rex 1 (IX, 368).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρογενής: -ές, (πῦρ) ὁ ἐκ πυρὸς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου Αὐσών. 29. 3.