πυρογενής

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρογενής Medium diacritics: πυρογενής Low diacritics: πυρογενής Capitals: ΠΥΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: pyrogenḗs Transliteration B: pyrogenēs Transliteration C: pyrogenis Beta Code: purogenh/s

English (LSJ)

πυρογενές, (πῦρ)
A fire-born, of Dionysus, Aus.Epigr.49.3.
πῡρογενής, ές, (πυρός)
A made from wheat, AP9.368 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 823] ές, = πυριγενής, Bacchus, Auson. ές, aus Weizen entstanden, daraus gemacht, vom Biere, Iulian. rex 1 (IX, 368).

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
c. πυριγενής.
Étymologie: πῦρ, γίγνομαι.
2ής, ές :
fait avec du froment.
Étymologie: πυρός, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

πῡρογενής: сделанный из пшеничной муки, пшеничный, хлебный (о браге или пиве) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρογενής: -ές, (πῦρ) ὁ ἐκ πυρὸς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου Αὐσών. 29. 3.

Greek Monolingual

(I)
-ές, ΝΑ
βλ. πυριγενής.
(II)
-ές, Α
παρασκευασμένος από σιτάρι, σταρένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσογενής, πετρογενής].

Greek Monotonic

πῡρογενής: -ές (πυρός, γίγνομαι), γεννημένος από φωτιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

πῡρο-γενής, ές πυρός, γίγνομαι
made from wheat, Anth.

English (Woodhouse)

forged in the fire

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)