ἀδίαντος

Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον, (διαίνω)

   A unwetted, ἀδιάντοισι παρειαῖς Simon.37.3; ἀ. ἐξ ἁλός B.16.122; not bathed in sweat, σθένος Pi.N.7.72.    II as Subst., ἀδίαντος, ὁ, maidenhair, Adiantum Capillus-Veneris, Orph. A.915: ἀδίαντον, τό, Theoc.13.41; ἀ. [τὸ μέλαν] Thphr.HP7.10.5: pl., Plu.2.614b.    2 ἀ. τὸ λευκόν, = τριχομανές, Thphr.HP7.14.1, Dsc.4.135.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδίαντος: -ον, ὁ μὴ ὑγρανθείς, παρειαῖς ἀδιάντοισι, Σιμων. 37. 3: = μὴ ὑγρανθείσαις διὰ τοῦ ἱδρῶτος· σθένος, Πινδ. Ν. 7. 107, πρβλ. ἀνιδρωτί, ἀκονιτί. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἀδίαντος, εἶδος φυτοῦ, τὸ πολύτριχον, Ὀρφ. Ἀργ. 918· ὡσαύτως ἀδίαντον, τό, Θεόκρ. 13. 41, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 10, 5.