ἀνακαγχάζω

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A burst out laughing, Hp.Ep.17; μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Pl.Euthd.300d; ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον R.337a.

German (Pape)

[Seite 190] laut auflachen, μέγα Plat. Euthyd. 300 d; ἀνεκάγχασε σαρδόνιον Rep. I, 337 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαγχάζω: (ἴδε καγχάζω), γελῶ μετὰ καγχασμοῦ, μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D· ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον Πολ. 337Α.