σαρδόνιον

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρδόνιον Medium diacritics: σαρδόνιον Low diacritics: σαρδόνιον Capitals: ΣΑΡΔΟΝΙΟΝ
Transliteration A: sardónion Transliteration B: sardonion Transliteration C: sardonion Beta Code: sardo/nion

English (LSJ)

τό, = σαρδών, X.Cyn.6.9.
II v. σάρδιον.

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
corde soutenant le rebord supérieur d'un filet de chasse.
Étymologie: DELG étym. obscure.
2ου (τό) :
c. σάρδινος.

German (Pape)

τό, s. σαρδάνιος.

Russian (Dvoretsky)

σαρδόνιον: τό шнур верхнего края звероловной сети Xen.

Greek (Liddell-Scott)

σαρδόνιον: τό, = σαρδών, Ξεν. Κυν. 6, 9.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α σαρδών, -όνος]
σαρδών.
(II)
τὸ, Α
ημιπολύτιμος λίθος, το σάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του σάρδιον.

Greek Monotonic

σαρδόνιον: τό, σχοινί που συγκρατεί το επάνω μέρος κυνηγετικού διχτυού, σε Ξεν.

Middle Liddell

σαρδόνιον, ου, τό,
the rope sustaining the upper-edge of a hunting-net, Xen.