ἀνατιτράω
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
A bore through, bore, Dsc.1.66 (Pass.), TryphoFr.112 V. (Pass.); part. ἀνατιτράς, -άντος, Gal.UP16.11, etc., Orib.46.11.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατιτράω: μέλλ. ἀνατρήσω, διατρυπῶ, τρυπῶ, Διοσκ. 1. 7, 9, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 182Ε, ἐν τῷ παθητ.