γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 279] überhaupt, Luc. Peregr. 3 u. A.
ἁπαξαπλῶς: ἐπίρρ., ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλῶς, γενικῶς, καθόλου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 428, Λουκ. Περεγρ. 3.