λάτρον
English (LSJ)
τό,
A pay, hire (λ.· ὁ μισθός, Suid., EM557.35), λάτρων ἄτερθεν without charge or payment, A. Supp.1011.
German (Pape)
[Seite 19] τό, Arbeitslohn, Sold, Aesch. Suppl. 989, wo λατρῶν accentuirt ist; Callim. frg. 238.
Greek (Liddell-Scott)
λάτρον: τό, πληρωμή, μισθός, λάτρων ἄτερθε, ἄνευ πληρωμῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1011· ― λάτρον ὁ μισθὸς Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 557. 35.